Πέμπτη 16 Απριλίου 2015

Τρία κείμενα του Εντουάρντο Γκαλεάνο

Το δικαίωμα στο όνειρο

Πλανητικό σχέδιο εξόντωσης: Να ισοπεδώσουν το γρασίδι, να ξεριζώσουν μέχρι το τελευταίο ζωντανό βλαστάρι, να ποτίσουν τη γη με αλάτι. Έπειτα να σκοτώσουν τη μνήμη της βλάστησης. Για να κατακτήσουν τις συνειδήσεις τις εξοντώνουν. Για να τις εξοντώσουν, τους σβήνουν το παρελθόν. Γιατί όποιος δεν ξέρει από πού ήρθε, πώς μπορεί να διαπιστώσει πού πάει;


Όσο υπάρχουν όμως άνθρωποι θα αντιστέκονται και θα αγωνίζονται, θα υπερασπίζονται το δικαίωμα στο όνειρο. Η «μαρτυρία» του λατινο-αμερικάνου συγγραφέα-αγωνιστή, Εντουάρντο Γκαλεάνο, είναι ενδεικτική:

Μερικές φορές έχω την αίσθηση ότι μας έχουν κλέψει από τα χείλη ακόμα και τις ίδιες μας τις λέξεις. Ο όρος «σοσιαλισμός» χρησιμοποιείται στη Δύση ως υποκατάστατο της αδικίας: Στην Ανατολική Ευρώπη ξυπνά μνήμες πουργατόριο, ακόμα και κόλασης. Η λέξη «ιμπεριαλισμός» έπαψε να είναι στη μόδα και δεν τη συναντούμε πλέον στο ισχύον πολιτικό λεξιλόγιο, παρά το γεγονός ότι ο ιμπεριαλισμός εξακολουθεί να υπάρχει, να λεηλατεί και να μακελεύει.

Και ο όρος «αγωνιστικότητα» τι γίνεται; Πώς αντιμετωπίζεται το φαινόμενο του αγωνιστικού ζήλου; Για τους θεωρητικούς της απογοήτευσης αποτελεί ένα φαιδρό κατάλοιπο του παρελθόντος. Και για τους μετανοήσαντες, ενοχλητική ανάμνηση.

Τώρα πρέπει να ξεκινήσουμε και πάλι από την αρχή, σκαλί-σκαλί, χωρίς ασπίδες, έξω από κείνες που προστατεύουν τα σώματά μας. Προβάλλει η επιτακτική ανάγκη διαρκώς να ανακαλύπτουμε, να δημιουργούμε, να εξασκούμε τη φαντασίας μας. Σε λόγο που εκφώνησε λίγο μετά την ήττα του, ο Τζέσε Τζάκσον υπερασπίστηκε το δικαίωμα στο όνειρο, λέγοντας: «Ας υπερασπιστούμε αυτό το δικαίωμα. Ας μην επιτρέψουμε σε κανένα να μας το στερήσει». Και ο οραματισμός σήμερα είναι πιο απαραίτητος από ποτέ. Να ονειρευτούμε όνειρα που παύουν να είναι όνειρα και να σαρκώνονται σε ύλη θνητή, όπως είπε, διατυπώνοντας ευχή, κάποιος άλλος ποιητής. Οι καλύτεροί μου φίλοι ζουν αγωνιζόμενοι για το δικαίωμα αυτό, και μερικοί από αυτούς έχουν δώσει και τη ζωή τους κιόλας.

Αυτή είναι η μαρτυρία μου. Εξομολόγηση δεινόσαυρου; Ίσως. Πάντως, πρόκειται για κατάθεση ενός ανθρώπου που πιστεύει ότι η ανθρώπινη μοίρα δεν είναι καταδικασμένη να καταλήξει στην ασυδοσία του εγώ και στο χυδαίο κυνηγητό του χρήματος και ότι ο σοσιαλισμός δεν έχει πεθάνει, διότι δεν έχει ακόμα γεννηθεί -ότι το σήμερα αποτελεί την απαρχή της μακράς ζωής που έχει να διανύσει.

Ο παράδεισος της ανάπτυξης και της προόδου

Μία γέφυρα δίχως ποτάμι.
Ψηλές προσόψεις κτιρίων δίχως τίποτε από πίσω.
 Ο κηπουρός ποτίζει το πλαστικό γρασίδι.
Κυλιόμενες σκάλες που δεν οδηγούν πουθενά.
Ο αυτοκινητόδρομος που μας δίνει την δυνατότητα να γνωρίσουμε τόπους, που εξ αιτίας του έχουν καταστραφεί.
Η οθόνη της τηλεόρασης δείχνει μία τηλεοπτική συσκευή που περιέχει μίαν άλλη τηλεοπτική συσκευή μέσα στην οποία υπάρχει μία τηλεοπτική συσκευή...

Αυτός ο πολιτισμός δεν αφήνει κανέναν να κοιμηθεί, ούτε τα λουλούδια, ούτε τις κότες ούτε τους ανθρώπους. Το χειμώνα τα λουλούδια τοποθετούνται κάτω από συνεχή φωτισμό, ώστε να μεγαλώνουν πιο γρήγορα. Στα ορνιθοτροφεία η νύχτα είναι απαγορευμένη για τις κότες. Και οι άνθρωποι είναι καταδικασμένοι στην αϋπνία, λόγω της αγωνίας τους να αγοράσουν και του άγχους τους να πληρώσουν.

Εδώ ο ουρανός ποτέ δεν συννεφιάζει, εδώ δεν βρέχει ποτέ. Σ’ αυτή τη θάλασσα κανείς δεν διατρέχει τον κίνδυνο να πνιγεί, αυτή η πλαζ προστατεύεται από την κλοπή. Δεν υπάρχουν μέδουσες να σε τσιμπήσουν, ούτε αχινοί να σου καρφώνονται στο πόδι, ούτε κουνούπια να σε τρελαίνουν. Με τον αέρα πάντα στην ίδια θερμοκρασία και το νερό θερμαινόμενο αποφεύγονται τα κρυώματα και οι πνευμονίες.

Τα βρομερά νερά των λιμανιών θα φθονούσαν αυτά τα διάφανα νερά, αυτός ο αμόλυντος αέρας χλευάζει το δηλητήριο που αναπνέουν οι άνθρωποι στην πόλη.

Η είσοδος δεν είναι ακριβή, 30 δολάρια το άτομο, αν και πρέπει να πληρώσεις επί πλέον τις καρέκλες και τις ομπρέλες. Στο ίντερνετ λέει : «Τα παιδιά σας θα σας μισήσουν αν δεν μας τα φέρετε…» Wild blue, η κλειστή με κρυστάλλινους τοίχους πλαζ της Γιοκοχάμα είναι ένα μεγαλειώδες έργο της γιαπωνέζικης βιομηχανίας. Τα κύματα έχουν το ύψος που τους δίνουν οι κινητήρες. Ο ηλεκτρονικός ήλιος βγαίνει και κρύβεται σύμφωνα με τη θέληση της επιχείρησης, προσφέροντας στην πελατεία εντυπωσιακά τροπικά ξημερώματα και κατακόκκινα δειλινά πίσω από τις φοινικιές. Είναι τεχνητό –λέει ένας επισκέπτης. Γι’ αυτό μας αρέσει.

Λιχουδιές από πλαστικό, όνειρα από πλαστικό. Πλαστικός είναι και ο παράδεισος που υπόσχεται η τηλεόραση σε όλους αλλά παρέχει σε λίγους. Είμαστε όλοι στις διαταγές της.

Σ’ αυτόν τον πολιτισμό όπου τα πράγματα αποκτούν συνεχώς μεγαλύτερη αξία και οι άνθρωποι μικρότερη, τα μέσα μαζικής επικοινωνίας καθορίζουν τους κανόνες: δεν αγοράζεις εσύ τα πράγματα, αυτά σε αγοράζουν, το αυτοκίνητο σε χρησιμοποιεί, ο υπολογιστής σε προγραμματίζει, η τηλεόραση σε παρακολουθεί.

Η έκρηξη της κατανάλωσης στον σύγχρονο κόσμο δημιουργεί μεγαλύτερο θόρυβο από όλους τους πολέμους και προκαλεί μεγαλύτερο πανδαιμόνιο από όλα τα καρναβάλια.

Όπως λέει μία παλιά τουρκική παροιμία, όποιος πίνει με πίστωση μεθάει διπλά. Το γλέντι ζαλίζει και θολώνει την όραση, αυτό το μεγάλο παγκόσμιο μεθύσι μοιάζει να μην έχει ούτε χρονικά ούτε χωρικά όρια. Αλλά ο πολιτισμός της κατανάλωσης είναι κενός σαν το ταμπούρλο γι’ αυτό και κάνει τόση φασαρία. Την ώρα της αλήθειας, όταν ο σαματάς σταματήσει και τελειώσει η γιορτή, ο μεθυσμένος ξυπνάει μόνος, συντροφιά με τη μοίρα του και τα σπασμένα που οφείλει να πληρώσει.

Οι καταναλωτικές μάζες δέχονται τις εντολές σε παγκόσμια γλώσσα.

Η διαφήμιση κατάφερε να κάνει αυτό που ήθελε να κάνει η εσπεράντο αλλά δεν μπόρεσε. Όπου και να βρεθούμε όλοι καταλαβαίνουμε τα μηνύματα που μεταδίδει η τηλεόραση. Το τελευταίο τέταρτο του αιώνα οι δαπάνες για την διαφήμιση έχουν διπλασιαστεί. Χάρη στις διαφημίσεις τα φτωχά παιδιά πίνουν ολοένα περισσότερη coca cola και ολοένα λιγότερο γάλα και ο χρόνος της σχόλης γίνεται σιγά σιγά χρόνος υποχρεωτικής κατανάλωσης.

Ελεύθερος χρόνος, φυλακισμένος χρόνος. Στα σπίτια των πολύ φτωχών μπορεί να μην υπάρχει κρεβάτι, υπάρχει όμως τηλεόραση και η τηλεόραση έχει τον πρώτο λόγο. Αγορασμένο με δόσεις, αυτό το ζωάκι, αποδεικνύει τη δημοκρατική ροπή της προόδου. Δεν ακούει κανέναν αλλά μιλάει για όλους. Έτσι πλούσιοι και φτωχοί γνωρίζουν τα προσόντα του τελευταίου μοντέλου των αυτοκινήτων και, πλούσιοι και φτωχοί, ενημερώνονται για τα πλεονεκτικά επιτόκια που προσφέρει κάθε τράπεζα.

Εκσυγχρονισμός, μηχανοκρατία: Ο θόρυβος από τους κινητήρες των μηχανών σκεπάζει τις φωνές που καταγγέλλουν αυτό τον τεχνητό πολιτισμό, ο οποίος μας κλέβει την ελευθερία κι ύστερα έρχεται να μας την πουλήσει. Εξασθενίζει τα πόδια μας για να μας υποχρεώσει στη συνέχεια να αγοράσουμε αυτοκίνητα και μηχανήματα γυμναστικής.

Ο εφιάλτης των πόλεων, όπου τα αυτοκίνητα έχουν τον πρώτο λόγο, έχει επιβληθεί στον κόσμο σαν το μοναδικό δυνατό πρότυπο ζωής.Οι πόλεις της Λατινικής Αμερικής ονειρεύονται να γίνουν σαν το Λος Άντζελες, όπου οκτώ εκατομμύρια αυτοκίνητα ορίζουν τους ανθρώπους. Ελπίζουμε να γίνουμε κάποτε μία γκροτέσκα απομίμηση αυτής της τρέλας. Πέντε αιώνες τώρα, αντί να δημιουργούμε εξασκούμαστε στην απομίμηση. Αφού λοιπόν είμαστε καταδικασμένοι στην απομίμηση, ας επιλέγουμε με λίγο μεγαλύτερη προσοχή τα πρότυπά μας.

Αν συμμορφωθούμε προς τας υποδείξεις τότε εγγυημένα θα βλέπουμε όλοι τις ίδιες εικόνες, θα ακούμε όλοι τους ίδιους ήχους, θα φοράμε τα ίδια ρούχα, θα τρώμε όλοι τα ίδια χάμπουργκερ και θα είμαστε όλοι μόνοι μες στην ίδια μοναξιά, μέσα σε σπίτια ίδια, σε γειτονιές ίδιες, σε πόλεις ίδιες, όπου όλοι θα αναπνέουμε την ίδια βρώμα και θα υπηρετούμε τα αυτοκίνητά μας με την ίδια προσήλωση και θα ανταποκρινόμαστε στις διαταγές των ίδιων μηχανών σε έναν κόσμο που θα είναι θαυμαστός για όποιον δεν έχει πόδια, ούτε φτερά, ούτε ρίζες….

Οι περισσότεροι άνθρωποι χρεώνονται για να αποκτήσουν αγαθά και τελικά δεν τους μένουν παρά χρέη, για να πληρώσουν άλλα χρέη τα οποία δημιουργούν καινούργια χρέη. Καταλήγουν να καταναλώνουν φαντασιώσεις, που για να τις πραγματοποιήσουν καμιά φορά καταφεύγουν στο έγκλημα. Η μαζική διάδοση της πίστωσης, προειδοποιεί ο κοινωνιολόγος Τόμας Μούλιαν, έδωσε τη δυνατότητα στην καθημερινή ζωή της Χιλής, να περιστρέφεται γύρω από τα σύμβολα της κατανάλωσης, δηλαδή, την εξωτερική εμφάνιση ως πυρήνα της προσωπικότητας, το τεχνητό τρόπο ζωής, την ουτοπία σε σαρανταοκτάμηνες δόσεις.

Η καταναλωτική κοινωνία είναι μια παγίδα για τους κουτούς. Αυτοί που κρατάνε τα ηνία παριστάνουν ότι το αγνοούν αλλά όποιος έχει μάτια μπορεί να δει ότι η ύπαρξη της λίγης φύσης που μας έχει απομείνει διασφαλίζεται επειδή η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων καταναλώνει λίγο, πολύ λίγο, και μόνο τα αναγκαία.

Η κοινωνική αδικία δεν είναι πλέον ένα σφάλμα που πρέπει να διορθωθεί, ούτε ένα ελάττωμα που πρέπει να ξεπεραστεί: έχει γίνει θεμελιώδης αναγκαιότητα. Δεν υπάρχει φύση που να μπορεί να θρέψει ένα shopping center στο μέγεθος του πλανήτη. Αυτό το μοντέλο ζωής το οποίο μας παρουσιάζουν σαν τον οργασμό της ζωής κι’ αυτή η καταναλωτική φρενίτιδα που λένε ότι είναι η φρενίτιδα της ευτυχίας, αρρωσταίνουν το σώμα μας, δηλητηριάζουν τη ψυχή μας και μας αφήνουν ανέστιους: χωρίς εκείνη την εστία που κάποτε ήθελε να γίνει ο κόσμος μας.


πίνακες: Δέρπαπας, Γαΐτης

Τρίτη 7 Απριλίου 2015

Υπάρχει ζωή πριν το θάνατο;


Σήμερα μπορώ να πω, με μεγάλη προσωπική σιγουριά και με ακόμη μεγαλύτερη άνεση, πόσο αφόρητη μου είναι η περίφημη ιδέα του πλατωνικού «Φαίδωνα» ότι η φιλοσοφία είναι μελέτη θανάτου και πως «οι ορθώς φιλοσοφούντες αποθνήσκειν μελετώσιν». Γνωρίζουμε βέβαια ότι η ιδέα αυτή δεν εκφράζει κανενός είδους νοσηρή σαγήνευση από τον θάνατο, αλλά, καθώς θεμελιώνεται στην πίστη για την αθανασία της ψυχής, σημαίνει τελικά προσδοκία και προπαρασκευή για την αιωνιότητα. Η γαλήνη του Σωκράτη έναντι του θανάτου δεν παρουσιάζεται στον «Φαίδωνα» ως κουράγιο και γενναιοφροσύνη, αλλά φαίνεται να έχει ως πηγή της τη βεβαιότητα για την αθανασία της ψυχής και την ελπίδα για την αιώνια μακαριότητα. Δεν παύει ωστόσο ο θάνατος, όσο και αν δεν επιδιώκεται, να θεωρείται καλός. Ο φιλόσοφος πρέπει να μάθει να φιλιώσει μαζί του και τελικά να τον θέλει.

Περισσότερο αφόρητο όμως μου είναι το γεγονός ότι η ιδέα αυτή διαπότισε τον χριστιανισμό, τη θρησκεία της Ανάστασης, και αλλοίωσε το κήρυγμα του ευαγγελίου του Χριστού, εκείνου που διαβεβαίωσε όσους θέλουν να είναι μαθητές του ότι αυτός ο ίδιος είναι η ζωή («Εγώ ειμί [...] η ζωή», Ιω. 14, 10) και ότι ήρθε στον κόσμο για να ζήσουν οι άνθρωποι, να ζήσουν τη ζωή στην πληρότητά της, και με το παραπάνω («εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσι», Ιω. 10, 10). «Και περισσόν»: έτσι, χωρίς άλλο προσδιορισμό, ζωή περίσσια, ζωή πλήρη και ακόμη παραπάνω. Ο ιστορικός χριστιανισμός ωστόσο γέμισε μαυρίλα, άρνηση της χαράς, ασκητική στέρηση, mortificatio, memento mori και μακάβριους χορούς. Η διηνεκής μνήμη του θανάτου θεωρήθηκε θεμέλιο της πνευματικής ζωής. Ο λόγος περί αλλοιώσεως μιας καθαρής αρχικής θέσης, ιδίως όταν πρόκειται για διδασκαλίες με μακρά παράδοση, είναι κατά κανόνα ανιστόρητος και τελικά μάταιος, στο ζήτημα ωστόσο που μας απασχολεί εδώ, δεν μπορούμε να αποφύγουμε τη λέξη «αλλοίωση», όταν όλα αυτά συνδέθηκαν, με διάφορους τρόπους, με το κήρυγμα της Ανάστασης. Για την ευαγγελική διδασκαλία, ο θάνατος όχι μόνο δεν είναι φίλος αλλά είναι ο μεγάλος εχθρός, ο έσχατος εχθρός που πρέπει να νικηθεί και που νικήθηκε από τον Φίλο της ζωής, τον Χριστό, με την Ανάστασή του. Στον σημερινό χριστιανισμό έχουν υποχωρήσει, είν’ αλήθεια, όλα τα παραπάνω θανατερά στοιχεία. Το παράδοξο, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, είναι ότι έχει υποχωρήσει παράλληλα στην Ευρώπη μάλιστα μέχρις εξαφανίσεως και η πίστη στην Ανάσταση. Το ερώτημα λοιπόν δεν μπορεί παρά να τεθεί: μήπως σε αυτή την απαλλαγή του χριστιανισμού από θανάσιμα χαρακτηριστικά και στην ευαγγελικότερη έκφρασή του έχει συμβάλει ευεργετικά και ο πολιτισμός του Διαφωτισμού και της εκκοσμίκευσης;

Το ζήτημα πάντως δεν είναι πώς να πεθάνουμε, αλλά πώς να ζήσουμε. Ο θάνατος θα ρθει που θα ρθει, και μακάρι να έρθει όσο γίνεται πιο αργά, σε γήρας πολιόν, και ας είναι, όπως προσεύχεται η Εκκλησία, ανώδυνος, ανεπαίσχυντος και ειρηνικός. Ας μη συγχέουμε την επίγνωση της θνητότητας, μοναδικό γνώρισμα του ανθρώπου και πηγή της δημιουργικότητάς του, με την κάθε είδους θανατοφιλία. Η επίγνωση άλλωστε της θνητότητας δεν μας κάνει από μόνη της καλύτερους ανθρώπους, μπορεί κάλλιστα να μας κάνει μηδενιστές και κυνικά φιλήδονους, όπως το γνώριζε ήδη η Βίβλος: «Φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν» (Ησ. 22, 13, 1 Κορ. 15, 32). Η φιλοσοφία δεν (πρέπει να) είναι μελέτη θανάτου αλλά, αντίθετα, vitae meditatio, μελέτη ζωής, όπως ακριβώς έγραφε ο Σπινόζα στην «Ηθική» του (IV, LΧVΙΙ).



Για τους χριστιανούς ειδικότερα το ερώτημα, το μόνο ουσιαστικά ερώτημα, είναι πώς να ζήσουν, σε τούτο τον κόσμο της φθοράς, ως μάρτυρες της Αναστάσεως, έχοντας μέσα τους τη χαρά της συμφιλίωσης του κόσμου με τον Θεό εν Χριστώ, τη χαρά της τελικής νίκης επί του θανάτου. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό; Πώς γίνεται; Πώς μεταφράζεται στην καθημερινή ζωή τους; Για να μην πλατειάζουμε άσκοπα: ο μόνος τρόπος της αναστημένης ζωής είναι η απροϋπόθετη αγάπη, η αγάπη που σπάει το σκληρό κέλυφος του εγωισμού και ανοίγεται στον άλλον, που φτάνει να βάλει τον άλλον πάνω από τον εαυτό. Μόνο αυτή η αγάπη λυτρώνει, μόνο αυτή δίνει χαρά, μόνο αυτή τελικά σώζει.

Κανένας συμβιβασμός λοιπόν με τον θάνατο, όπως λέει, ξέροντας για τι πράγμα μιλάει, και ο αδερφικός μου φίλος Σάββας Μιχαήλ, με τον θάνατο σε όλες τις μορφές του, τη σωματική, την ψυχική (μίσος), την κοινωνική (αδικία).

Χριστός ανέστη!



άρθρο του Σταύρου Ζουμπουλάκη με αρχικό τίτλο δημοσίευσης ‘’Εξ αφορμής’’
πηγή

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...