Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016

Πότε

Ελλαδογραφία - Ν.Γκάτσου





Τω καιρώ εκείνο ο ακμαιότερος κλάδος της πελασγικής δρυός
εκάλυπτε τρεις οικισμούς πέριξ του μυστηριώδους Βράχου της Ακροπόλεως.
Αλλά μετά τα δραματικά γεγονότα της Μεσοποταμίας, τα οποία οδήγησαν
εις την έξωσιν των πρωτοπλάστων εκ της κοιλάδος του Τίγρεως και
προεκάλεσαν σύγχυσιν εις τας φρένας των ανθρώπων, οι οικισμοί
των Αθηνών ήρχισαν να πληθύνονται παραλόγως.
Αποτέλεσμα υπήρξεν η αλματώδης επέκτασις της πόλεως και η δημιουργία
του λεγομένου άστεως, το οποίο κατά τους αρχαιοπλήκτους ιστορικούς
εμεγαλούργησε και περιεβλήθη την αίγλην της αιωνιότητος.


Επίσκοποι και προεστοί
κατακτητές και στρατηλάτες
επαναστάτες και αστοί
της ιστορίας οι πελάτες.

Αλλά οι αρχαίοι Θεοί, εν τη μερίμνη των δια τα υπόλοιπα πελασγικά
φύλα, απεφάσισαν την βαθμιαία κατάρρευσιν των Αθηνών ως ηγέτιδος
πόλεως και την απαλλαγήν του Ελληνισμού, ως εθνικού πλέον συνόλου,
εκ των κινδύνων του συγκεντρωτισμού. Κατά τους επόμενους μακρούς αιώνας
κατεβλήθησαν αρκεταί προσπάθειαι δια την αναβίωσιν του παλαιού άστεως,
αλλ’ αύται απέβησαν άκαρποι. Ευτυχώς δε, διότι κατά την νεωτέραν και σκληροτέραν δοκιμασίαν
του γένους, η εκ νέου κυριαρχία των Αθηνών θα απεδυνάμωνε τας
κορυφάς και τας πεδιάδας της πελασγικής γης,
αι οποίαι διεμόρφωσαν την οριστικήν φυσιογνωμίαν της φυλής και κατηύγασαν
δι’ ανεσπέρου φωτός τους ομιχλώδεις ορίζοντας της
περιδεούς ανθρωπότητος.


Στο Σούλι και στην Αλαμάνα
κάναμε φως τη συμφορά
θα μας θυμούνται τάχα μάνα
καμιά φορά;

Ματαία ελπίς. Ουδείς τους ενεθυμήθη ως ζωσας αιωνιότητας,
ουδείς τους κατενόησεν εις τας πραγματικάς των διαστάσεις. Και αι
Αθήναι, καταστάσαι πρωτεύουσα νεοπαγούς κράτους, ήρχισαν να
προετοιμάζονται δια την εκ νέου απορρόφησιν της ικμάδος του έθνους.
Αλλά η προγονική κληρονομία δεν είχεν εξ ολοκλήρου σπαταληθή και
οι μεταγενέστεροι αδελφοί του μικρού Χορμόπουλου, εκ των Ηπειρωτικών
ορέων και εξ όλων των στενωπών της αθανάτου πατρίδος, διέπλευσαν την
Αχερουσίαν της μοίρας των με την γαλήνην του μαρτυρίου και της θυσίας.
Και τα βαρβαρικά έθνη ηπόρησαν και κατ’ ιδίαν εκάγχασαν ακριβώς όπως
αι Αθήναι.

Χτυπάτε της οργής προφήτες
καμπάνα στην Καισιαριανή
νά `ρθουν απόψε οι Διστομίτες
νά `ρθουν κι οι Καλαβρυτινοί
με σπαραγμό κι απελπισία
για τη χαμένη τους θυσία.

Άραγε είναι αληθές ότι η θυσία των απέβη επί ματαίω;
Ουδείς δύναται να αποφανθή μετά βεβαιότητος και ουδείς δύναται να
προεξοφλήση το μέλλον διότι η ιστορία των ανθρώπων είμαι μία
συνεχής παλινδρόμησις. Αλλά με την διαρκώς ογκούμενην υπερτροφίαν της
Αττικής αι προοπτικαί διαγράφονται σκοτειναί. Οι αρχαίοι Θεοί δεν
υπάρχουν πλέον δια να δώσουν την λύσιν, και ούτω, θάττον η βράδυον,
αι Αθήναι θα συγκεντρώσουν εις τους κόλπους των και θα εξαφανίσουν δια
παντός την Ελληνικήν αρετήν, ως ο Κρόνος εις το απώτατον παρελθόν
κατέτρωγε τα ίδια αυτού τέκνα ή ως ο Ήλιος εις το απώτατον μέλλον θα
συγκεντρώσει εις τας αγκάλας του τους πλανήτας του
και θα καταβροχθίσει αυτούς!
Γένοιτο! και εις τους αιώνας των αιώνων αμήν.



Πότε θ’ ανθίσουν τούτοι οι τόποι;
Πότε θα `ρθούν κανούργιοι ανθρώποι
να συνοδεύσουν την βλακεία
στην τελευταία της κατοικία;



εικόνες:
Σωτήρης Αδριανός-H Πλάνη των Αισθήσεων
Τάσος Ζωγράφος-Νάταν η ζωή τραγούδι
Peter Paul Rubens-Saturn




Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2016

Παύλος Νιρβάνας, τρεις άγγελοι απάνω στη στέγη



Την ώρα που το Άστρο των Μάγων, χαράζοντας μια χρυσή καμπύλη στο στερέωμα, ήρθε και καρφώθηκε στη στέγη του σταύλου της Βηθλεέμ, τρεις άγγελοι, σαν τρία μεγάλα λευκά περιστέρια, ζύγιασαν τις μεγάλες τους φτερούγες απάνω απ΄το ταπεινό καλύβι.


Έπειτα ήρθαν και κάθισαν απάνω στ΄άχερα της στέγης, γύρω από το χρυσό άστρο, σκεπάζοντας προσεχτικά το φως του με τα φτερά τους, μην τύχη κα ξεγλυστρήση καμμιά του αχτίδα και ξυπνήση το κοιμάμενο Βρέφος. Το Βρέφος που είχε γεννηθή στη φάτνη των αλόγων.

Οι τρεις άγγελοι παράστεκαν τον ύπνο του μικρού. Η Μητέρα και το Παιδί της είχαν ανάγκη να κοιμηθούν. Όλα είχαν σωπάσει τριγύρω. Όλη η πλάση λες και κρατούσε ευλαβικά την ανάσα της. Και τ΄ άλογα του σταύλου ακόμα είχαν πέσει σε βαθύν ύπνο και δε χτυπούσαν πια στο χώμα τις οπλές τους. Ένα μαντρόσκυλο, που γαύγιζε σε κάποια μακρυνή στάνη, είχε σωπάσει κι΄αυτό. Μια κουκουβάγια, που ακουγόταν από μια γειτονική στέγη, είχε βουβαθή. Οι Τρεις Μάγοι, που είχαν αποθέσει τα δώρα τους απάνω στη φάτνη του μωρού, είχαν μακρύνει, κι΄αυτοί, και οι τελευταίοι ήχοι από τα κουδούνια, τα κρεμασμένα στις χρυσοστόλιστες καμήλες τους, είχαν σβύσει στην απόσταση. Η χειμωνιάτικη νύχτα σκέπαζε μ΄ένα βουβό σκοτάδι τα σπιτάκια και τα περιβόλια της Βηθλεέμ.

Οι τρεις άγγελοι που παράστεκαν τον ύπνο του Παιδιού και της Μητέρας, καθισμένοι απάνω στ΄άχερα της στέγης, μιλούσαν τώρα μεταξύ τους, για να περνάη η ώρα τους, ως την αυγή. Μιλούσαν σιγά, πιο σιγά κι΄από τη σιωπή.

Ο πρώτος άγγελος έλεγε:


-Εγώ είμαι, που έφερα το κρίνο του Παραδείσου στην παρθένα Μαριάμ. Από τα χέρια μου το πήρε και το μυρίστηκε, στην αυλή του ναού, που έγινε το θαύμα του μυστικού της γάμου. Και τώρα την παραστέκω μητέρα.

Ο δεύτερος άγγελος έλεγε:


-Εγώ άνοιξα την πόρτα του σταύλου, για να περάσουν οι τρεις Μάγοι με τα δώρα. Εγώ τους έδειξα τη φάτνη των αλόγων, όπου σάλευε τα χεράκια του το Βρέφος, απλώνοντάς τα να πιάση βασιλικά χαρίσματα. Εγώ πρωτοείδα το χαμόγελό του, πιο φωτεινό από τα χαμόγελα των Χερουβείμ και των Σεραφείμ, μπροστά στο θρόνο του Θεού των Ουρανών.

Ο τρίτος άγγελος δε μιλούσε.

-Εσύ ποιο θαύμα είδες; τον ρώτησαν οι δυο άλλοι.

Τότε ο τρίτος άγγελος, με τα μάτια στυλωμένα στο σκοτάδι, προς το μακρυνό θαμπόφεγγο του ουρανού, που άπλωναν στην  απόσταση τα φώτα της Ιερουσαλήμ, τους είπε, σα να ονειρευόταν:


-Εγώ βλέπω έναν τάφο, λαξεμένο στην καρδιά ενός βράχου. Μια βαρειά πέτρα τον σκεπάζει. Κι΄εγώ σκύβω και σηκώνω, με τα χέρια μου, τη βαρειά πέτρα, σαν πούπουλο. Και τότε ένας ωραίος νεκρός, ντυμένος με φως, υψώνεται πιο ζωντανός από τους ζωντανούς, μπροστά στα μάτια μου, και ανεβαίνει τη χρυσή σκάλα των ουρανών. Εγώ βλέπω το μέγα θαύμα.

Τη στιγμή εκείνη, από τη φάτνη των αλόγων ακούστηκαν τα πρώτα κλάματα του Βρέφους που ξυπνούσε. Η αυγή ρόδιζε απάνω από τα ταπεινά σπιτάκια και τα περιβόλια της Βηθλεέμ. Και οι τρεις άγγελοι, σαν  τρία λευκά περιστέρια, τίναξαν τις φτερούγες τους και χάθηκαν μέσα στα πρωϊνά ρόδα του ουρανού.                                                                                    

Παύλος Νιρβάνας  τρεις άγγελοι απάνω στη στέγη

Εικόνες:  Κάτοικοι Ιλίου,  μορφές στο δρόμο πριν 30 χρόνια
Ονειρεύομαι - Υπόγεια διάβαση ΗΣΑΠ πλατεία Αττικής
Δεν είδα το Πρόσωπό Της – Στοά Τρικούπη (Πιγκουίνου)
Προσμένοντας τους Μάγους - Καφενείον το Νέον Ομόνοια
Ξέρω, βλέπω το μέγα θαύμα - Πατησίων Πολυτεχνείο

Διαβάστε ακόμη:


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...