Την τρίτη μέρα της βροχής είχαν σκοτώσει τόσα καβούρια μες το σπίτι, που
ο Πελάγιο αναγκάστηκε να διασχίσει την πλημμυρισμένη μεσαυλή του για να τα
πετάξει στην θάλασσα, γιατί το νεογέννητο αγόρι είχε περάσει όλη την νύχτα με
δέκατα κι όλοι σκέφτονταν πως έφταιγε η δυσωδία. Απ’ την Τρίτη όλα ήταν
θλιβερά. Ουρανός και θάλασσα είχαν γίνει ένα σταχτί πράγμα κι η άμμος της
παραλίας, που τον Μάρτη στραφτάλιζε σαν φωτεινή σκόνη, είχε μεταβληθεί σε σούπα
από λάσπη και σαπισμένα θαλασσινά. Το μεσημέρι το φως ήταν τόσο αδύνατο που
όταν ο Πελάγιο γύριζε στο σπίτι, αφού είχε πετάξει τα καβούρια, με δυσκολία
διέκρινε τι ήταν αυτό που κουνιότανε και βόγκαγε στο βάθος της μεσαυλής.
Χρειάστηκε να πλησιάσει πολύ κοντά για ν’ ανακαλύψει πως ήταν ένας γέρος
πεσμένος μπρούμυτα μες την λασπουριά και παρόλες τις μεγάλες του προσπάθειες δε
μπορούσε ν’ ανασηκωθεί γιατί τον εμπόδιζαν οι τεράστιες φτερούγες του.
Τρομαγμένος απ’ αυτόν τον
εφιάλτη, ο Πελάγιο έτρεξε να βρει την Ελισένδα, την γυναίκα του, που έβαζε
κομπρέσες στο άρρωστο μωρό και την πήγε στο βάθος της μεσαυλής. Περιεργάστηκαν
κι οι δύο το πεσμένο κορμί με βουβή κατάπληξη. Ήταν ντυμένος σαν ζητιάνος. Μόλις
και του ‘μεναν λίγες ξασπρισμένες τρίχες στο γυμνό κρανίο του και πολύ λίγα
δόντια στο στόμα και αυτή η θλιβερή του εμφάνιση, σαν καταμουσκεμένος παπούλης,
του ‘χε αφαιρέσει όλο το μεγαλείο. Οι φτερούγες του, σαν μεγάλου όρνιου,
βρώμικες και μισομαδημένες, είχαν βουλιάξει για πάντα μες την λασπουριά. Τόσο
πολύ τον περιεργάστηκαν και με τέτοια προσοχή που πολύ γρήγορα ο Πελάγιο και η
Ελισένδα συνήλθαν απ’ την έκπληξή τους και στο τέλος τους φάνηκε και σαν
γνωστός. Έτσι τόλμησαν να του μιλήσουν κι εκείνος τους αποκρίθηκε σε μια
ακαταλαβίστικη γλώσσα, όμως με την ωραία φωνή των ναυτικών. Έτσι έγινε και
ξεπέρασαν το πρόβλημα των φτερών και συμπέραναν, κρίνοντας πολύ φρόνιμα, πως
ήταν κάποιος μοναχικός ναυαγός κάποιου ξένου καραβιού που ‘χε βουλιάξει με την
καταιγίδα. Ωστόσο, φώναξαν να το δει και μια γειτόνισσα που γνώριζε τα πάντα
για την ζωή και το θάνατο κι εκείνης της έφτασε μια ματιά για να τους βγάλει
απ’ την πλάνη τους.
– Είναι ένας
άγγελος – τους είπε – σίγουρα ερχότανε για το μωρό, αλλά ο
καημένος είναι τόσο γέρος που η βροχή τον έριξε χάμω.
Την επόμενη όλος ο κόσμος ήξερε πως στο σπίτι του Πελάγιο κρατούσανε
φυλακισμένο έναν άγγελο με σάρκα και οστά. Αντίθετα με την κρίση της σοφής
γειτόνισσας, που πίστευε πως οι άγγελοι στους καιρούς μας ήταν οι επιζήσαντες
φυγάδες κάποιας ουράνιας συνομωσίας, δεν άντεξε η καρδιά τους να τον σκοτώσουν
με ξυλιές. Ο Πελάγιο τον πρόσεχε όλο το απόγευμα απ’ την κουζίνα, οπλισμένος με
το ραβδί που είχε σαν σερίφης, και πριν ξαπλώσει τον έβγαλε τραβώντας τον απ’
τις λάσπες και τον έκλεισε μαζί με τις κότες στο συρματόφραχτο κοτέτσι. Τα
μεσάνυχτα, όταν σταμάτησε η βροχή, ο Πελάγιο κι η Ελισένδα ακόμα σκότωναν
καβούρια. Λίγο αργότερα ξύπνησε το μωρό απύρετο και πεινούσε. Αισθάνθηκαν τότε
μεγαλόψυχοι κι αποφάσισαν να βάλουν τον άγγελο σε μια σχεδία με πόσιμο νερό και
προμήθειες για τρεις μέρες και να τον αφήσουν στην τύχη του στ’ ανοιχτά. Αλλά
όταν βγήκαν στην μεσαυλή με το πρώτο φως, βρήκαν όλη την γειτονιά μπροστά στο
κοτέτσι να διασκεδάζει με τον άγγελο χωρίς τον παραμικρό σεβασμό και να του
πετούν φαγώσιμα μεσ’ απ’ τις τρύπες του σύρματος λες και δεν ήταν πλάσμα
υπερφυσικό παρά ζώο του τσίρκου.
`Ο πάτερ Γκονσάγκα έφτασε πριν απ’ τις εφτά, ξεσηκωμένος απ’ το απίθανο
νέο. Εκείνη την ώρα είχαν ήδη έρθει κι άλλοι περίεργοι, λιγότερο επιπόλαιοι απ’
τους πρωινούς κι είχαν κάνει κάθε είδους υποθέσεις για το μέλλον του
φυλακισμένου. Οι πιο αφελείς σκέφτονταν θα τον εκλέγανε δήμαρχο του χωριού.
Άλλοι, πιο χοντροκέφαλοι, υπέθεταν πως θα τον προβίβαζαν σε στρατηγό πέντε
αστέρων για να κερδίζει όλους τους πολέμους. Μερικοί οραματιστές ελπίζανε πως
θα τον φύλαγαν για γεννήτορα, για να σπείρει στη γη μια γενιά από φτερωτούς και
σοφούς ανθρώπους που θα κυβερνούσαν το Σύμπαν. Αλλά ο πάτερ Γκονσάγκα πριν
γίνει παπάς ήταν ένας στιβαρός ξυλοκόπος. Σκυμμένος πάνω στα σύρματα
ανακεφαλαίωσε σ’ ένα λεπτό την κατήχησή του κι ύστερα ζήτησε να του ανοίξουν
την πόρτα για να εξετάσει εκείνο τον αξιολύπητο άνθρωπο, που ‘μοιαζε
περισσότερο με τεράστια ξεπουπουλιασμένη κότα ανάμεσα στις άλλες αποσβολωμένες
κότες. Ήταν ξαπλωμένος σε μια γωνιά, στεγνώνοντας στον ήλιο τις ανοιγμένες του
φτερούγες, ανάμεσα σε φλούδια και φρούτα κι αποφάγια απ’ το πρωινό που του ‘χαν
πετάξει οι πρωινοί επισκέπτες. Αδιάφορος στη θρασύτητα του κόσμου, μόλις που
σήκωσε το πανάρχαιο βλέμμα του και κάτι μουρμούρισε στη γλώσσα του όταν ο πάτερ
Γκονσάγκα μπήκε στο κοτέτσι και τον καλημέρισε στα λατινικά. Ο εφημέριος άρχισε
να τον υποπτεύεται για απατεώνα όταν είδε πως δεν καταλάβαινε την γλώσσα του
Θεού κι ούτε ήξερε να χαιρετήσει τους ιερείς Του. Ύστερα πρόσεξε πως από κοντά
ήταν πολύ ανθρώπινος: ανάδινε μιαν ανυπόφορη μυρωδιά υπαίθρου, παράσιτα είχαν
φυτρώσει κάτω απ’ τις φτερούγες του, τα μεγαλύτερα φτερά του είχαν κακοπάθει
απ’ τους ανέμους της γης και τίποτα στην κακόμοιρη φύση του δε θύμιζε την
περήφανη αξιοπρέπεια των αγγέλων. Εγκατέλειψε λοιπόν το κοτέτσι και μ’ ένα
σύντομο κήρυγμα προειδοποίησε τους περίεργους για τους κινδύνους της αφέλειας.
Τους θύμισε πως ο δαίμονας είχε την κακιά συνήθεια να μεταχειρίζεται κόλπα
καρναβαλίστικα για ν’ αναστατώνει τους ανόητους. Υποστήριξε πως εφόσον τα φτερά
δεν ήταν το βασικό στοιχείο που καθορίζει τις διαφορές ανάμεσα σ’ ένα γεράκι
και σ’ ένα αεροπλάνο, πολύ λιγότερο θα ήταν στην αναγνώριση των αγγέλων. Ωστόσο
υποσχέθηκε να γράψει ένα γράμμα στον επίσκοπό του, ώστε κι εκείνος να γράψει
άλλο στην Παναγιότητά του, έτσι ώστε η τελική ετυμηγορία να προέρχεται απ’ τα
ανώτατα δικαστήρια.
Τα λόγια του έπεσαν σ’ άγονο χώμα. Το νέο για τον αιχμάλωτο άγγελο
διαδόθηκε με τέτοια ταχύτητα που μέσα σε λίγες ώρες έγινε μες στην μεσαυλή
τέτοιο πανδαιμόνιο λαϊκής αγοράς που αναγκάστηκαν να φέρουν το στρατό σε
μπαγιονέτες για να κρατήσει σε απόσταση το πλήθος που κόντευε να γκρεμίσει το
σπίτι. Η Ελισένδα, με τη μέση πιασμένη απ’ το να σκουπίζει τα πανηγυριώτικα
σκουπίδια, είχε τότε την έξυπνη ιδέα να μαντρώσει τη μεσαυλή και να κόψει
εισιτήριο πέντε σεντάβος για όποιον ήθελε να δει τον άγγελο.
Ήρθαν περίεργοι μέχρι κι απ’ την Μαρτινίκα. Ήρθε ένας περιοδεύων θίασος
μ’ ένα ιπτάμενο ακροβάτη που πέρασε βουίζοντας αρκετές φορές πάνω απ’ το
πλήθος, αλλά κανείς δεν του έδωσε σημασία γιατί οι φτερούγες του δεν ήταν από
αγγέλου, αλλά από διαστημική νυχτερίδα. Ήρθαν οι πιο δυστυχισμένοι ανάπηροι της
Καραϊβικής για να γιάνουν: μια φτωχιά που από μικρή μετρούσε τους χτύπους της
καρδιάς της και δεν έφταναν πια οι αριθμοί, κάποιος απ’ την Τζαμάικα που δεν
μπορούσε να κοιμηθεί γιατί τον ενοχλούσε ο θόρυβος των αστεριών, ένας υπνοβάτης
που σηκωνότανε την νύχτα να χαλάσει στον ύπνο του αυτά που έφτιαχνε στον ξύπνιο
του και πολλοί άλλοι με λιγότερο σοβαρά προβλήματα. Μέσα σ’ αυτήν την αταξία
ναυαγίου, που έκανε την γη να τρέμει, ο Πελάγιο και η Ελισένδα ήταν
ευτυχισμένοι απ’ την κούραση γιατί σε λιγότερο από μια βδομάδα είχαν γεμίσει με
λεφτά τις κρεβατοκάμαρες κι η ουρά των προσκυνητών που περίμεναν ακόμη τη σειρά
τους για να μπουν μέσα έφτανε ως την άλλη άκρη του ορίζοντα.
Ο άγγελος ήταν ο μόνος που δε συμμετείχε στο δικό του θέαμα. Περνούσε τον
καιρό του ψάχνοντας για μια πιο αναπαυτική θέση στη δανεική φωλιά, ζαλισμένος
απ’ τις λάμπες του λαδιού που ζέσταιναν σαν κόλαση κι απ’ τα κεριά της
λειτουργίας που κόλλαγαν πάνω στα σύρματα. Στην αρχή προσπάθησαν να του
δώσουν να φάει ναφθαλίνη, που σύμφωνα με τη σοφία της γειτόνισσας ήταν ειδική
τροφή για τους αγγέλους. Αλλά εκείνος την περιφρόνησε όπως
περιφρόνησε και τα παπικά γεύματα που του έφερναν οι μετανοούντες και ποτέ δεν
έγινε γνωστό αν επειδή ήταν άγγελος ή επειδή ήταν γέρος κατέληξε να τρώει
μονάχα χυλό από μελιτζάνες. Η μόνη
υπερφυσική του αρετή έμοιαζε να ‘ναι η υπομονή. Ιδιαίτερα τον πρώτο καιρό όταν
τον τσιμπολογούσαν οι κότες ψάχνοντας για τα ουράνια παράσιτα που πλήθαιναν μες
τις φτερούγες του κι οι σακάτηδες του ξερίζωναν πούπουλα για να τ’ ακουμπήσουν
πάνω στα κουσούρια τους κι ακόμα κι οι πιο σπλαχνικοί του πετούσαν πέτρες για
να τον κάνουν να σηκωθεί να τον δούνε όρθιο. Η μόνη φορά που κατάφεραν να τον ταράξουν ήταν όταν του έκαψαν το φτερό
με ένα σίδερο για το μαρκάρισμα των μοσχαριών, γιατί είχε μείνει τόσες ώρες
ακίνητος που τον είχαν για πεθαμένο. Ξύπνησε ξαφνιασμένος, παραμιλώντας στην απόκρυφη γλώσσα του και με τα
μάτια γεμάτα δάκρυα χτύπησε τα φτερά του δυο φορές σηκώνοντας ένα σύννεφο από
κουτσουλιές και σεληνιακή σκόνη και προκαλώντας έναν ανεμοστρόβιλο πανικού
άλλου είδους. Αν και πολλοί πίστεψαν πως η
αντίδρασή του δεν ήταν από θυμό, αλλά μάλλον από πόνο, από τότε πρόσεχαν να μην
τον ενοχλούν γιατί η πλειοψηφία κατάλαβε πως δεν είχε την απάθεια ενός ήρωα σε
απομόνωση, αλλά ενός κατακλυσμού σε ανάπαυση.
Ο πάτερ Γκονσάγκα αντιμετώπισε την επιπολαιότητα του πλήθους με συνταγές
οικιακής έμπνευσης καθώς περίμενε την τελική ετυμηγορία για την φύση του
φυλακισμένου. Όμως το ταχυδρομείο της Ρώμης είχε χάσει την έννοια του
επείγοντος. Ο καιρός περνούσε εξετάζοντας αν ο ένοχος είχε αφαλό, αν η γλώσσα του
είχε σχέση με την αραμαϊκή, πόσες φορές χωρούσε πάνω στο κεφάλι μιας καρφίτσας,
ή αν δεν ήταν απλώς κάποιος Νορβηγός με φτερά. Τα φειδωλά αυτά γράμματα θα μπορούσαν να πηγαινοέρχονται μέχρι τη
συντέλεια των αιώνων, αν κάποιο γεγονός σταλμένο απ’ την θεία πρόνοια δεν έβαζε
τέλος στις στεναχώριες του εφημέριου.
Έτυχε εκείνες τις μέρες, μέσα στα πολλά νούμερα των θιάσων που ταξίδευαν
στην Καραϊβική, να φέρουν στο χωριό το θλιβερό θέαμα μιας γυναίκας που είχε
μεταμορφωθεί σε αράχνη επειδή είχε παρακούσει τους γονείς της. Δεν ήταν μόνο φθηνότερο το
εισιτήριο για να την δει κανείς απ’ το εισιτήριο για τον άγγελο, αλλά επέτρεπαν
να της κάνεις κάθε είδους ερωτήσεις για την παράλογη κατάστασή της και να την
εξετάσεις απ’ την καλή και απ’ την ανάποδη, ώστε κανείς να μη αμφιβάλλει για
την αλήθεια αυτής της φρίκης. Ήταν μια
τεράστια ταραντούλα μεγάλη σαν πρόβατο και με κεφάλι μελαγχολικής κόρης.
Όμως το πιο σπαραχτικό απ’ όλα δεν ήταν η παράλογη
όψη της, αλλά η αληθινή λύπη με την οποία διηγιόταν τις λεπτομέρειες της
δυστυχίας της: όταν ήταν ακόμα παιδί το είχε σκάσει απ’ το σπίτι των γονιών της
για να πάει σ’ ένα χορό κι όταν γύριζε μεσ’ απ’ το δάσος, αφού είχε χορέψει όλη
τη νύχτα χωρίς άδεια, ένας τρομαχτικός κεραυνός άνοιξε τον ουρανό στα δύο κι
απ’ το άνοιγμα πετάχτηκε η αστραπή με το θειάφι που τη μετάτρεψε σε αράχνη.
Μοναδική τροφή της ήταν τα κεφτεδάκια που οι
φιλεύσπλαχνες ψυχές της έβαζαν στο στόμα όταν ήθελαν. Τέτοιο θέαμα, γεμάτο από ανθρώπινη αλήθεια και με τέτοια τρομερή τιμωρία,
ήταν φυσικό να συντρίψει, δίχως να το θέλει, το θέαμα του υπεροπτικού αγγέλου
που μόλις καταδεχόταν να κοιτάξει τους θνητούς. Επιπλέον, τα ελάχιστα θαύματα που αποδίδανε στον άγγελο, αποκάλυπταν μία
κάποια ψυχική διαταραχή, όπως εκείνο του τυφλού που δε βρήκε το φως του, αλλά
του φύτρωσαν τρία καινούργια δόντια κι εκείνο του παραλυτικού που δε μπόρεσε να
περπατήσει, αλλά κόντεψε να κερδίσει τον πρώτο λαχνό στο λαχείο κι εκείνο του
λεπρού που φύτρωσαν ηλιοτρόπια στις πληγές του. Αυτά τα θαύματα της παρηγοριάς, που πιο πολύ μοιάζανε με φάρσες, είχαν
ήδη κλονίσει τη φήμη του αγγέλου όταν η γυναίκα που είχε μεταμορφωθεί σε αράχνη
κατάφερε τελικά να την καταστρέψει. Έτσι έγινε και ο πάτερ Γκονσάγκα γιατρεύτηκε για πάντα απ’ την αϋπνία κι
η μεσαυλή του Πελάγιο ξανάμεινε άδεια όπως τον καιρό που έβρεχε συνέχεια και τα
καβούρια περπατούσαν στις κρεβατοκάμαρες.
Οι ιδιοκτήτες του σπιτιού δεν είχαν λόγο να παραπονεθούν. Με τα λεφτά που
οικονόμησαν έφτιαξαν μια έπαυλη με δύο πατώματα, με μπαλκόνια και κήπους και με
κεφαλόσκαλα πολύ ψηλά για να μην ανεβαίνουν καβούρια και με σιδεριές στα
παράθυρα για να μην μπαίνουν άγγελοι. Επιπλέον, ο Πελάγιο έφτιαξε ένα
εκτροφείο για κουνέλια κοντά στο χωριό και παραιτήθηκε από σερίφης οριστικά και
η Ελισένδα αγόρασε παπούτσια σατέν με ψηλά τακούνια και πολλά φουστάνια από
γυαλιστερό μεταξωτό, απ’ εκείνο που φορούσαν τις Κυριακές εκείνα τα χρόνια οι
πιο ελκυστικές κυρίες. Μόνο για το κοτέτσι δεν έκαναν
τίποτα. Αν καμιά φορά το έπλεναν με απολυμαντικό κι έκαιγαν κομματάκια σμύρνα,
δεν το έκαναν για να τιμήσουν τον άγγελο, παρά για να διώξουν τη βρωμιά της
κοπριάς που τριγυρνούσε σαν φάντασμα παντού και πάλιωνε το καινούριο σπίτι.
Στην αρχή, όταν το μωρό άρχισε να περπατάει,
πρόσεχαν να μην πάει πολύ κοντά στο κοτέτσι. Αλλά ύστερα άρχισαν να ξεχνούν
τους φόβους τους και να συνηθίζουν στη μυρωδιά και πριν αλλάξει το παιδί τα
δόντια του έπαιζε πια μες το κοτέτσι που τα σκουριασμένα σύρματά του έπεφταν
κομμάτια. Ο άγγελος δεν ήταν λιγότερο
απωθητικός μαζί του, απ’ ότι με τους υπόλοιπους θνητούς, αλλά υπόφερε τους πιο
δαιμόνιους εξευτελισμούς με την υπομονή του σκύλου δίχως ψευδαισθήσεις. Κι οι
δυο άρπαξαν ανεμοβλογιά συγχρόνως. Ο γιατρός που κοίταξε το παιδί δεν άντεξε στον πειρασμό ν’ ακροαστεί και
τον άγγελο, αλλά του βρήκε τόσα φυσήματα στην καρδιά και τόσους θορύβους στα
νεφρά, που του φάνηκε απίθανο που ήταν ακόμα ζωντανός. Αυτό όμως που τον ξάφνιασε πιο πολύ ήταν η λογική των φτερών του. Έδεναν
τόσο φυσικά μ’ αυτόν τον τελείως ανθρώπινο οργανισμό που δε μπορούσε να
καταλάβει γιατί δεν είχαν κι οι υπόλοιποι άνθρωποι.
Όταν το παιδί πήγε σχολείο είχε περάσει πια πολύς καιρός από τότε που ο
ήλιος κι η βροχή είχαν ξεπατώσει το κοτέτσι. Ο άγγελος σερνόταν από δω κι από
κει σαν αδέσποτος ετοιμοθάνατος. Τον έβγαζαν με τη σκούπα απ’ ένα δωμάτιο κι ένα
λεφτό αργότερα τον έβρισκαν στην κουζίνα. Έμοιαζε να βρίσκεται ταυτόχρονα παντού κι έφτασαν να σκέφτονται πως
πολλαπλασιαζόταν, πως επαναλαμβανότανε από μόνος του, σ’ ολόκληρο το σπίτι κι η
εξοργισμένη Ελισένδα φώναζε σαν τρελή πως είναι τρομερό να ζει κανείς σ’ αυτήν
την κόλαση γεμάτη αγγέλους. Μόλις που
μπορούσε να φάει και τα πανάρχαια μάτια του είχαν θολώσει τόσο, που σκόνταφτε
στις κολόνες, και δεν του ‘μεναν πια παρά τα μαδημένα καλάμια στα τελευταία
φτερά του. Ο Πελάγιο του ‘χε ρίξει πάνω του
μια κουβέρτα και του ‘χε κάνει την χάρη να τον αφήσει να κοιμάται στο υπόστεγο
και μόνο τότε πρόσεξαν πως περνούσε τις νύχτες παραμιλώντας απ’ τον πυρετό,
λέγοντας γλωσσοδέτες στα αρχαία νορβηγικά. Κι ήταν μια απ’ τις λίγες φορές που
αναστατώθηκαν γιατί σκέφτηκαν πως επρόκειτο να πεθάνει κι ούτε κι η σοφή η
γειτόνισσα μπορούσε να τους πει τι κάνουν τους πεθαμένους αγγέλους.
Όμως, όχι μόνο επέζησε το χειρότερο χειμώνα της ζωής του, αλλά και φάνηκε
να καλυτερεύει με τις πρώτες ζέστες. Έμενε ακίνητος για αρκετές μέρες
στην πιο απόμακρη γωνιά της αυλής, εκεί που δε μπορούσε κανείς να τον δει και
στις αρχές του Δεκέμβρη άρχισαν να φυτρώνουν στις φτερούγες του κάτι μεγάλα και
σκληρά φτερά, φτερά γέρικου πουλιού, που έμοιαζαν περισσότερο μ’ άλλο ένα βάσανο
των γηρατειών. Εκείνος όμως, θα πρέπει να
γνώριζε την αιτία αυτών των αλλαγών, γιατί πρόσεχε πολύ να τις κρύβει και
κανείς να μην ακούσει τα τραγούδια των ναυτικών που καμιά φορά τραγούδαγε κάτω
απ’ τ’ αστέρια.
Ένα πρωί η Ελισένδα καθάριζε κρεμμύδια για το μεσημέρι όταν ένας άνεμος
που έμοιαζε να ‘ρχεται απ’ τ’ ανοιχτά όρμησε στη κουζίνα. Τότε έσκυψε απ’ το παράθυρο κι
έπιασε τον άγγελο στις πρώτες προσπάθειές του να πετάξει. Ήταν τόσο αδέξιες που
άνοιξε με τα νύχια του ένα αυλάκι στο λαχανόκηπο και κόντεψε να γκρεμίσει το
υπόστεγο με τα αδύναμα χτυπήματα των φτερών του που γλιστρούσαν στο φως και δεν
έβρισκαν που να κρατηθούν στον αέρα. Αλλά κατάφερε να πάρει ύψος. Η Ελισένδα άφησε έναν αναστεναγμό
ανακούφισης για κείνη και γι’ αυτόν, όταν είδε να περνά πάνω απ’ τα τελευταία
σπίτια προσπαθώντας να κρατηθεί στον αέρα μ’ οποιονδήποτε τρόπο με το
ριψοκίνδυνο πέταγμα γέρικου όρνιου. Συνέχισε να τον βλέπει μέχρι που δε μπορούσε
πια, γιατί δεν ήταν πια εμπόδιο στη ζωή της, αλλά ένα φανταστικό σημείο στον
ορίζοντα πάνω στη θάλασσα.
Ένας πολύ
γέρος κύριος με
κάτι τεράστια φτερά
Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, σε μετάφραση Κλαίτης Σωτηριάδου – Μπαράχας,
από τη συλλογή διηγημάτων «Θάνατος σταθερός πέρα από τον έρωτα»,
εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1983
Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, σε μετάφραση Κλαίτης Σωτηριάδου – Μπαράχας,
από τη συλλογή διηγημάτων «Θάνατος σταθερός πέρα από τον έρωτα»,
εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1983
Εικόνες : Κάτοικοι
Ιλίου, Caras Ionut