του Φραγκίσκου Κάφκα
Ήταν φανερό πως είχαμε παραμελήσει
την άμυνα της πατρίδας μας. Καθένας μας κοίταζε τη δουλίτσα του χωρίς να δίνει
σημασία σε τίποτε άλλο, όμως τα γεγονότα των τελευταίων ημερών μας έχουν κάνει
ανήσυχους.
Έχω ένα μικρό τσαγκάρικο στην κεντρική
πλατεία μπροστά από το Κυβερνείο. Μόλις ανοίξω τα χαράματα το μαγαζί μου βλέπω
οπλισμένους άντρες να στέκονται στους δρόμους που οδηγούν στην πλατεία. Αυτοί,
δεν είναι δικοί μας στρατιώτες αλλά προφανώς νομάδες που ’χουν κατέβει από το
Βορρά. Έχουν, με κάποιο άγνωστο σε μένα τρόπο, κατορθώσει να φτάσουν στην
πρωτεύουσα που απέχει αρκετά από τα σύνορα, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί. Όπως
και νάχει βρίσκονται εδώ. Και κάθε πρωί φαίνεται ότι γίνονται ολοένα και
περισσότεροι.
Σιχαίνονται να μένουν σε σπίτια γι’ αυτό
και στρατοπεδεύουν σε αλάνες και ελεύθερους χώρους. Ολημερίς δε κάνουν τίποτε
άλλο, μοναχά ακονίζουν τα σπαθιά τους, γυαλίζουν τα πιστόλια τους κι εξασκούνται
με τα άλογά τους. Η ήσυχη πλατεία μας, ήταν πάντοτε καλοδιατηρημένη και καθαρή.
Τώρα, την έχουν μετατρέψει σε
σκουπιδότοπο. Στην αρχή βγαίναμε απ’ τα μαγαζιά μας και προσπαθούσαμε να
καθαρίσουμε την χειρότερη βρωμιά, γρήγορα όμως τα παρατήσαμε γιατί κάτι τέτοιο είναι
μάταιο κι επίφοβο, αφού κινδυνεύουμε να τραυματιστούμε απ’ τα αγριεμένα άλογα ή
απ’ τα μαστίγια που αδιάκοπα οι νομάδες με μανία στριφογυρίζουν δαιμονισμένα.
Η κουβέντα με τους νομάδες είναι
αδύνατη. Δεν μιλούν τη γλώσσα μας και στην πραγματικότητα δεν δείχνουν να
καταλαβαίνουν κάποια άλλη. Έχουν δικό τους κώδικα επικοινωνίας .Μεταξύ τους
συνεννοούνται σαν τις καρακάξες. Τα κρωξίματα κι οι στριγγλιές τους μας είναι
ανυπόφορα, μας ξεκουφαίνουν. Ούτε καταλαβαίνουν ούτε και έχουν διάθεση να
καταλάβουν τον δικό μας τρόπο ζωής και τους θεσμούς μας. Δεν κατορθώσαμε να
συνεννοηθούμε μαζί τους όσο κι αν το προσπαθήσαμε, επιστρατεύοντας τη μια
νοήματα και την άλλη χειρονομίες . Δεν καταλαβαίνουν κι ούτε πρόκειται ποτέ να
καταλάβουν.
Συχνά κάνουν γκριμάτσες· τότε το ασπράδι των ματιών
τους γυρίζει κι από το στόμα τους βγαίνει αφρός, αλλά και πάλι μ' αυτά ούτε
θέλουν να μας πουν κάτι, ούτε και να μας εκφοβίσουν· το κάνουν απλά γιατί αυτός
είναι ο τρόπος τους. Οτιδήποτε χρειάζονται το παίρνουν. Δεν μπορεί να πει κανείς
πως χρησιμοποιούν βία. Όταν απλώνουν τα χέρια τους όλοι παραμερίζουμε στην άκρη.
Γινόμαστε σχεδόν αόρατοι αφήνοντάς τους να αρπάξουν ότι κι αν θέλουν.
Δεν είναι δα και λίγα αυτά που πήραν από το μαγαζί
μου. Ας μην παραπονιέμαι όμως. Τι να πει και ο κρεοπώλης! Δεν προλαβαίνει να
φέρει νέο εμπόρευμα και να… οι νομάδες ορμούν αρπάζουν και καταβροχθίζουν τα
πάντα. Ακόμα και τα άλογά τους τρέφονται με κρέας. Συχνά, άλογο και αναβάτης στέκονται
απέναντι, τρώνε κι οι δυο από το ίδιο κομμάτι κρέας, καθένας από μιαν άκρη. Ο
κρεοπώλης φοβάται και δεν τολμά να σταματήσει τις παραγγελίες κρέατος. Τον
καταλαβαίνουμε απόλυτα. Προσπαθούμε να τον υποστηρίξουμε και μαζεύουμε χρήματα.
Ένας θεός ξέρει τι θα κάνουν οι νομάδες αν δεν βρουν κρέας να φάνε, αλλά ακόμα
κι έτσι, δε θέλω να φανταστώ τι πρόκειται να κάνουν εάν τρέφονται με κρέας κάθε
μέρα.
Πέρασαν μέρες, ο κρεοπώλης σκέφτηκε
πως θα μπορούσε να αποφύγει τον κάματο της σφαγής, έτσι ένα πρωινό αγόρασε έναν
ζωντανό ταύρο και τον έφερε στο μαγαζί. Κάτι τέτοιο δεν πρέπει να το ξανακάνει.
Τουλάχιστον για μια ώρα είχα ξαπλώσει στο πάτωμα του μαγαζιού μου, είχα
τυλιχτεί με κουβέρτες και μαξιλάρια, με όλα μου τα ρούχα μόνο και μόνο για να
μην ακούω τα σπαρακτικά μουγκρητά εκείνου του ταύρου. Οι νομάδες ορμούσαν απ΄
ολούθε, πηδούσαν πάνω στο δύστυχο ζώο για να κόψουν με τα δόντια τους κομμάτια
της ζεστής του σάρκας. Ύστερα… Όλα ησύχασαν. Σώπασαν για αρκετή ώρα πριν
σιγουρευτώ κι αφήσω την κρυψώνα μου. Διστακτικά, σχεδόν αθόρυβα πλησίασα στη
βιτρίνα του καταστήματός μου και κοίταξα απέναντι. Σαν τους μεθυσμένους γύρω
από το κρασοβάρελο, κείτονταν αποχαυνωμένοι πλάι στα υπολείμματα του ταύρου.
Ακριβώς εκείνη τη στιγμή νομίζω πως
είδα τον κυβερνήτη σε ένα από τα παράθυρα του Κυβερνείου. Αν και του
συνιστούσαν να αποφεύγει αυστηρά, για λόγους ασφαλείας, να εμφανίζεται στις
αίθουσες με εξωτερικά παράθυρα και να ζει αποκλειστικά στο αίθριο με τον
εσωτερικό κήπο, τον είδα. Στεκόταν σκεφτικός κι αδύναμος, έτσι τουλάχιστον μου
φάνηκε· είχε κατεβασμένο το κεφάλι του ρίχνοντας ματιές στην πλατεία και το
κρεοπωλείο.
Οι νομάδες περιφέρονταν ακονίζοντας
τα σπαθιά τους, γεμίζοντας τα όπλα τους. Μες τις μαύρες πανοπλίες τους,
αναβάτες κι άλογα γινόντουσαν ένα. Αναρωτιόμασταν τι θα γίνει, που θα βγάλει
όλο αυτό…
Τελευταία όλο και πληθαίνουν οι
αναφορές αναιτιολόγητων εξαφανίσεων.
Πόσο καιρό ακόμα θα υποφέρουμε αυτό
το βάσανο, αυτή την απειλή; Ήταν το Κυβερνείο που προσέλκυσε τους νομάδες, αλλά
κανείς τους εκεί μέσα δεν γνωρίζει τον τρόπο για να τους διώξει. Οι πύλες στο
ογκώδες κτίριο έχουν κλειδαμπαρωθεί. Οδοφράγματα στήθηκαν και σφραγίστηκαν με
αγκαθωτό πλέγμα τα εξωτερικά παράθυρα. Οι εξωτερικές φρουρές, αυτές που κατά το
παρελθόν βημάτιζαν πομπωδώς σε παρελάσεις, αποσύρθηκαν στο εσωτερικό… Η σωτηρία
του τόπου αφέθηκε σε εμάς τους τεχνίτες και τους εμπόρους, μα εμείς δεν έχουμε
προετοιμαστεί για κάτι τέτοιο ούτε και ισχυριστήκαμε ποτέ ότι είμαστε ικανοί γι
αυτό. Είναι μια παρεξήγηση που θα αποδειχτεί ολέθρια για όλους μας.
σελίδες από ένα παλαιό χειρόγραφο
«Ένα
παλιό φύλλο». Ein altes Blatt
. Διήγημα του Franz Κafka – 1917.
ελεύθερη
μετάφραση και διασκευή
- katoikoi iliou