Σοῦ στήνω μία καλύβα
Σοῦ στήνω μία καλύβα, στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων,
ἕνα κῆπο νὰ περπατᾷς, ἕνα ρυάκι νὰ καθρεφτίζεσαι,
μιὰ πλούσια πράσινη φραγὴ νὰ μὴν σὲ βρίσκει ὁ ἄνεμος
ποὺ βασανίζει τοὺς γυμνοὺς - στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων!
Σοῦ στήνω τ᾿ ὅραμά σου πάνω σ᾿ ὅλους τοὺς λόφους,
νὰ σοῦ φυσάει τὸ φόρεμα ἡ δύση μὲ δυὸ τριαντάφυλλα,
νὰ γέρνει ὁ ἥλιος ἀντίκρυ σου καὶ νὰ μὴ βασιλεύει,
νὰ κατεβαίνουν τὰ πουλιὰ νὰ πίνουνε στὶς χοῦφτες σου
τῶν παιδικῶν ματιῶν μου τὸ νερὸ - στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων!
Γράμμα στὸν ἄνθρωπο τῆς πατρίδας μου
…Μὴν μὲ μαρτυρήσεις!
Καὶ προπαντὸς νὰ μὴν τοῦ πεῖς πὼς μ᾿ ἐγκατέλειψεν ἡ ἐλπίδα!
Καθὼς κοιτᾷς τὸν Ταΰγετο, σημείωσε τὰ φαράγγια
ποὺ πέρασα. Καὶ τὶς κορφὲς ποὺ πάτησα. Καὶ τὰ ἄστρα
ποὺ εἶδα. Πές τους ἀπὸ μένα, πές τους ἀπὸ τὰ δακρυά μου,
ὅτι ἐπιμένω ἀκόμη πὼς ὁ κόσμος
εἶναι ὄμορφος!
Τὸ παιδὶ μὲ τὴ φυσαρμόνικα
Θὰ βγῶ στὸν κάμπο νὰ μαζέψω
τὰ πεσμένα φύλλα τοῦ ἥλιου,
νὰ πλάσω τὶς ἀκτίδες του -τοῦτο τὸ καλοκαίρι-,
νὰ πλάσω τὶς ἀκτίδες του σὲ φύλλα γιὰ νὰ γράψω
τὸν οὐρανὸ καὶ τὸ τραγούδι σου, Ἑλληνόπουλο!
Γιατὶ τὸ χῶμα δὲ μὲ φτάνει! Δὲ μὲ φτάνει τὸ αἷμα μου!
Γιατὶ τὰ δάκρια μου δὲ φτάνουνε νὰ πλάσω τὸν πηλό μου!
Τί νὰ τὸ κάνω τὸ σπίτι μου; Ἔξω σὲ τραγουδᾶνε!
Ἔξω μιλοῦν γιὰ σένανε! Δέ μου φτάνει ἡ φωνή μου!
Θὰ τρέξω ἐκεῖ ποὺ σ᾿ ἄκουσα νὰ λὲς «Ὄχι» στὸ θάνατο.
Θὰ τρέξω ἐκεῖ ποὺ πήγαινες σφυρίζοντας ἀντίθετα
στ᾿ ἀστροπελέκι,ἀντίθετα στὴ διαταγὴ
καὶ στὸ γλυκὸ ψωμὶ τῆς γῆς! Ἀντίθετα
στὰ γαλανά σου μάτια ποὺ ἦταν γιὰ τὸν ἔρωτα!
Ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα
Ὅταν κάποτε φύγω ἀπὸ τοῦτο τὸ φῶς
θὰ ἑλιχθῶ πρὸς τὰ πάνω ὅπως ἕνα
ρυακάκι ποὺ μουρμουρίζει.
Κι ἂν τυχὸν κάπου ἀνάμεσα
στοὺς γαλάζιους διαδρόμους
συναντήσω ἀγγέλους, θὰ τοὺς
μιλήσω ἑλληνικά, ἐπειδὴ
δὲν ξέρουνε γλῶσσες. Μιλᾶνε
μεταξύ τους μὲ μουσική.
Ἐλεγεῖο πάνω στὸν τάφο ἑνὸς μικροῦ ἀγωνιστῆ
Πάνω στὸ χῶμα τὸ δικό σου λέμε τ᾿ ὄνομά μας.
Πάνω στὸ χῶμα τὸ δικό σου σχεδιάζουμε τοὺς κήπους
καὶ τὶς πολιτεῖες μας
Πάνω στὸ χῶμα σου εἴμαστε. Ἔχουμε πατρίδα.
Ἔχω κρατήσει μέσα μου τὴ ντουφεκιά σου.
Γυρίζει μέσα μου ὁ φαρμακερὸς ἦχος τοῦ πολυβόλου.
Θυμᾶμαι τὴν καρδιά σου ποὺ ἄνοιξε,
κ᾿ ἔρχονται στὸ μυαλό μου
κάτι ἑκατόφυλλα
τριαντάφυλλα
ποὺ μοιάζουνε
σὰν ὁμιλία τοῦ ἀπείρου πρὸς τὸν ἄνθρωπο
-ἔτσι μας μίλησε ἡ καρδιά σου.
Κ᾿ εἴδαμε πὼς ὁ κόσμος εἶναι μεγαλύτερος,
κ᾿ ἔγινε μεγαλύτερος γιὰ νὰ χωρᾷ ἡ ἀγάπη.
Τὸ πρῶτο σου παιγνίδι: Ἐσύ.
Τὸ πρῶτο σου ἀλογάκι: Ἐσύ.
Ἔπαιξες τὴ φωτιά. Ἔπαιξες τὸ Χριστό.
Ἔπαιξες τὸν Ἀη-Γιώργη καὶ τὸ Διγενῆ.
Ἔπαιξες τοὺς δεῖκτες τοῦ ρολογιοῦ ποὺ κατεβαίνουνε
ἀπ᾿ τὰ μεσάνυχτα.
Ἔπαιξες τὴ φωνὴ τῆς ἐλπίδας, ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπῆρχε φωνή.
Ἡ πλατεῖα ἦταν ἔρημη. Ἡ πατρίδα εἶχε φύγει.
Ἦταν καιρός! Δὲ βάσταξε ἡ καρδιά σου περισσότερο
ν᾿ ἀκοῦς κάτω ἀπ᾿ τὴ στέγη σου τ᾿ ἀνθρώπινα μπουμπουνιτὰ τῆς Εὐρώπης!
Ἄναψες κάτω ἀπ᾿ τὸ σακκάκι σου τὸ πρῶτο κλεφτοφάναρο…
Καρδιὰ τῶν καρδιῶν! Σκέφτηκες τὸν ἥλιο, καὶ προχώρησες…
Ἀνέβηκες στὸ πεζοδρόμιο κ᾿ ἔπαιξες τὸν ἄνθρωπο!