Τὰ δῶρα
Σήμερα φόρεσα ἕνα
ζεστὸ κόκκινο αἷμα
σήμερα οἱ ἄνθρωποι μ᾿ ἀγαποῦν
μιὰ γυναίκα μοῦ χαμογέλασε
ἕνα κορίτσι μοῦ χάρισε ἕνα κοχύλι
ἕνα παιδὶ μοῦ χάρισε ἕνα σφυρί
ζεστὸ κόκκινο αἷμα
σήμερα οἱ ἄνθρωποι μ᾿ ἀγαποῦν
μιὰ γυναίκα μοῦ χαμογέλασε
ἕνα κορίτσι μοῦ χάρισε ἕνα κοχύλι
ἕνα παιδὶ μοῦ χάρισε ἕνα σφυρί
Σήμερα γονατίζω στὸ πεζοδρόμιο
καρφώνω πάνω στὶς πλάκες
τὰ γυμνὰ ποδάρια τῶν περαστικῶν
εἶναι ὅλοι τους δακρυσμένοι
ὅμως κανεὶς δὲν τρομάζει
ὅλοι μείναν στὶς θέσεις ποὺ πρόφτασα
εἶναι ὅλοι τους δακρυσμένοι
ὅμως κοιτάζουν τὶς οὐράνιες ρεκλάμες
καὶ μιὰ ζητιάνα ποὺ πουλάει τσουρέκια
στὸν οὐρανό
καρφώνω πάνω στὶς πλάκες
τὰ γυμνὰ ποδάρια τῶν περαστικῶν
εἶναι ὅλοι τους δακρυσμένοι
ὅμως κανεὶς δὲν τρομάζει
ὅλοι μείναν στὶς θέσεις ποὺ πρόφτασα
εἶναι ὅλοι τους δακρυσμένοι
ὅμως κοιτάζουν τὶς οὐράνιες ρεκλάμες
καὶ μιὰ ζητιάνα ποὺ πουλάει τσουρέκια
στὸν οὐρανό
Δυὸ ἄνθρωποι ψιθυρίζουν
τί κάνει τὴν καρδιά μας καρφώνει;
ναὶ τὴν καρδιά μας καρφώνει
ὥστε λοιπὸν εἶναι ποιητής
τί κάνει τὴν καρδιά μας καρφώνει;
ναὶ τὴν καρδιά μας καρφώνει
ὥστε λοιπὸν εἶναι ποιητής
Ὁ τρελὸς λαγός
Γύριζε στοὺς δρόμους ὁ τρελὸς λαγὸς
γύριζε στοὺς δρόμους
ξέφευγε ἀπ᾿ τὰ σύρματα ὁ τρελὸς λαγὸς
ἔπεφτε στὶς λάσπες
γύριζε στοὺς δρόμους
ξέφευγε ἀπ᾿ τὰ σύρματα ὁ τρελὸς λαγὸς
ἔπεφτε στὶς λάσπες
Φέγγαν τὰ χαράματα ὁ τρελὸς λαγὸς
ἄνοιγε ἡ νύχτα
στάζαν αἷμα οἱ καρδιὲς
ὁ τρελὸς λαγὸς
ἔφεγγε ὁ κόσμος
ἄνοιγε ἡ νύχτα
στάζαν αἷμα οἱ καρδιὲς
ὁ τρελὸς λαγὸς
ἔφεγγε ὁ κόσμος
Βούρκωναν τὰ μάτια του ὁ τρελὸς λαγὸς
πρήσκονταν ἡ γλώσσα
βόγγαε μαῦρο ἔντομο ὁ τρελὸς λαγὸς
θάνατος στὸ στόμα
πρήσκονταν ἡ γλώσσα
βόγγαε μαῦρο ἔντομο ὁ τρελὸς λαγὸς
θάνατος στὸ στόμα
Ο ΜΑΥΡΟΣ ΚΟΚΚΟΡΑΣ
Γέλασε
ὁ μαῦρος κόκορας
ὅταν τοῦ εἶπαν
πῶς θὰ τὸν σφάξουν
ὅταν ὅμως ᾖρθε ἡ ὥρα
ἡ κακή του ὥρα
ἔκλαψε ὁ μαῦρος κόκορας
ἔκλαψε ὁ μαῦρος κόκορας
ὁ μαῦρος κόκορας
ὅταν τοῦ εἶπαν
πῶς θὰ τὸν σφάξουν
ὅταν ὅμως ᾖρθε ἡ ὥρα
ἡ κακή του ὥρα
ἔκλαψε ὁ μαῦρος κόκορας
ἔκλαψε ὁ μαῦρος κόκορας
ΤΑ ΓΑΡΙΦΑΛΑ
Αὐτὰ τὰ αἱματώδη γαρίφαλα
ποῦ στολίζουν τὸ γραφεῖο μου
μοῦ θυμίζουν τὸ αἷμα ποὺ ἔβγαζα
στὰ νιάτα μου
ὅταν ἄλλοι πολεμοῦσαν
καὶ ἄλλοι γλένταγαν
στὴν καταραμένη χώρα.
ποῦ στολίζουν τὸ γραφεῖο μου
μοῦ θυμίζουν τὸ αἷμα ποὺ ἔβγαζα
στὰ νιάτα μου
ὅταν ἄλλοι πολεμοῦσαν
καὶ ἄλλοι γλένταγαν
στὴν καταραμένη χώρα.
ΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
Ξάφνου μιὰ ὁμάδα μαύρων σκύλων
ὅρμησε πάνω στὴ σκηνή.
- Αὐτὸ δὲν τό ῾χαμε προβλέψει, οὔρλιαξε
πανικόβλητος ὁ θεατρίνος.
ὅρμησε πάνω στὴ σκηνή.
- Αὐτὸ δὲν τό ῾χαμε προβλέψει, οὔρλιαξε
πανικόβλητος ὁ θεατρίνος.
Τὸ
Ψωμί
Ἕνα τεράστιο καρβέλι, μιὰ πελώρια
φραντζόλα ζεστὸ ψωμί,
εἶχε πέσει στὸ δρόμο ἀπὸ τὸν οὐρανό,
ἕνα παιδὶ μὲ πράσινο κοντὸ βρακάκι καὶ μὲ μαχαίρι
ἔκοβε καὶ μοίραζε στὸν κόσμο γύρω,
ὅμως καὶ μία μικρή, ἕνας μικρὸς ἄσπρος ἄγγελος.
κι αὐτὴ μ᾿ ἕνα μαχαίρι ἔκοβε καὶ μοίραζε
κομμάτια γνήσιο οὐρανὸ
κι ὅλοι τώρα τρέχαν σ᾿ αὐτή, λίγοι πηγαῖναν στὸ ψωμί,
ὅλοι τρέχανε στὸν μικρὸν ἄγγελο ποὺ μοίραζε οὐρανό!
Ἂς μὴν τὸ κρύβουμε.
Διψᾶμε γιὰ οὐρανό.
εἶχε πέσει στὸ δρόμο ἀπὸ τὸν οὐρανό,
ἕνα παιδὶ μὲ πράσινο κοντὸ βρακάκι καὶ μὲ μαχαίρι
ἔκοβε καὶ μοίραζε στὸν κόσμο γύρω,
ὅμως καὶ μία μικρή, ἕνας μικρὸς ἄσπρος ἄγγελος.
κι αὐτὴ μ᾿ ἕνα μαχαίρι ἔκοβε καὶ μοίραζε
κομμάτια γνήσιο οὐρανὸ
κι ὅλοι τώρα τρέχαν σ᾿ αὐτή, λίγοι πηγαῖναν στὸ ψωμί,
ὅλοι τρέχανε στὸν μικρὸν ἄγγελο ποὺ μοίραζε οὐρανό!
Ἂς μὴν τὸ κρύβουμε.
Διψᾶμε γιὰ οὐρανό.
ΧΕΙΜΩΝΑΣ
Τί ὡραῖα ποὺ μαραθῆκαν τὰ λουλούδια
τί τέλεια ποὺ μαραθῆκαν
κι αὐτὸς ὁ τρελὸς νὰ τρέχει στοὺς δρόμους
μὲ μιὰ φοβισμένη καρδιὰ χελιδονιοῦ
χειμώνιασε καὶ φύγανε τὰ χελιδόνια
γέμισαν οἱ δρόμοι λάκκους μὲ νερὸ
δυὸ μαῦρα σύννεφα στὸν οὐρανὸ
κοιτάζονται στὰ μάτια ἀγριεμένα
αὔριο θὰ βγεῖ στοὺς δρόμους καὶ ἡ βροχὴ
ἀπελπισμένη
μοιράζοντας τὶς ὀμπρέλλες της
τὰ κάστανα θὰ τὴ ζηλέψουν
καὶ θὰ γεμίσουν μικρὲς κίτρινες ζαρωματιὲς
θὰ βγοῦν κι οἱ ἄλλοι ἔμποροι
αὐτὸς ποὺ πουλάει τ᾿ ἀρχαῖα κρεβάτια
αὐτὸς ποὺ πουλάει τὶς ζεστὲς-ζεστὲς προβιὲς
αὐτὸς ποὺ πουλάει τὸ καυτὸ σαλέπι
κι αὐτὸς ποὺ πουλάει θῆκες ἀπὸ κρύο χιόνι
γιὰ τὶς φτωχὲς καρδιές
τί τέλεια ποὺ μαραθῆκαν
κι αὐτὸς ὁ τρελὸς νὰ τρέχει στοὺς δρόμους
μὲ μιὰ φοβισμένη καρδιὰ χελιδονιοῦ
χειμώνιασε καὶ φύγανε τὰ χελιδόνια
γέμισαν οἱ δρόμοι λάκκους μὲ νερὸ
δυὸ μαῦρα σύννεφα στὸν οὐρανὸ
κοιτάζονται στὰ μάτια ἀγριεμένα
αὔριο θὰ βγεῖ στοὺς δρόμους καὶ ἡ βροχὴ
ἀπελπισμένη
μοιράζοντας τὶς ὀμπρέλλες της
τὰ κάστανα θὰ τὴ ζηλέψουν
καὶ θὰ γεμίσουν μικρὲς κίτρινες ζαρωματιὲς
θὰ βγοῦν κι οἱ ἄλλοι ἔμποροι
αὐτὸς ποὺ πουλάει τ᾿ ἀρχαῖα κρεβάτια
αὐτὸς ποὺ πουλάει τὶς ζεστὲς-ζεστὲς προβιὲς
αὐτὸς ποὺ πουλάει τὸ καυτὸ σαλέπι
κι αὐτὸς ποὺ πουλάει θῆκες ἀπὸ κρύο χιόνι
γιὰ τὶς φτωχὲς καρδιές
ΚΥΡΙΕ
—Κύριε,
δὲν πήρατε τὸ πρωινό σας
—Κύριε,
ἤπιατε πολλοὺς καφέδες
—Κύριε,
ὁ ἥλιος λάμπει, ἀστράφτει βρέχει καὶ χιονίζει
—Κύριε,
ἕνα κόκκινο πουλὶ ἔχει κολλήσει στὸ παράθυρο σας
—Κύριε,
μιὰ μαύρη πεταλούδα φάνηκε πάνω στὸ στῆθος σας
—Κύριε,
πῶς τρέχετε μὲ τὸ ποδήλατο!
—Κύριε,
εἶστε παγωμένος
—Κύριε,
ἔχετε πυρετὸ
—Κύριε,
εἴσαστε νεκρός;
Έζησα κοντά
Έζησα
κοντά στους ζωντανούς ανθρώπους
κι
αγάπησα τους ζωντανούς ανθρώπους
όμως
η καρδιά μου ήταν πιο κοντά
στους
άγριους άρρωστους με τα φτερά
στους
μεγάλους απεριόριστους τρελούς
κι
ακόμα στους θαυμάσια πεθαμένους
*και νέα να μην έρθουν