τα πάντα μεταμορφώνονται, γίνονται άγια,
κάθε δωμάτιο κέντρο του κόσμου είναι
είναι η πρώτιστη νυχτιά, η πρώτη μέρα,
γεννιέται ο κόσμος όταν δυο φιλιούνται,
στάλα φωτός από διάφανους χυμούς
η κάμαρα σαν φρούτο μισανοίγει
ή εκρήγνυται σαν άστρο σιωπηλά
κι οι νόμοι που τους φάγαν αρουραίοι,
των φυλακών και τραπεζών οι σιδεριές,
οι σιδεριές από χαρτί, συρματοπλέγματα,
τα εμβλήματα κι οι λόγχες και οι γάντζοι κι οι σφραγίδες,
τα βαρετά ευλογήματα των όπλων,
οι μελίρρυτοι σκορπιοί με πετραχήλια κι άμφια,
ο τίγρης με το ημίψηλο και με το φράκο, πρόεδρος
των χορτοφάγων ή του ερυθρού σταυρού, αναλόγως,
κι ο γάιδαρος παιδαγωγός σιμά του ο κροκόδειλος,
σωτήρας των λαών ποζάρει, ηγέτης το σκυλόψαρο,
ο αρχιτέκτων του μέλλοντος, το ένστολο γουρούνι,
το τέκνο το εκλεκτό της εκκλησίας, με τ΄ άγιο μύρο,
τη μαύρη τη μασέλα του ξεπλένει
ακούγοντας μαθήματα δημοκρατίας κι αγγλικών
τα αόρατα ντουβάρια, οι σάπιες προσωπίδες που χωρίζουν
τον άνθρωπο από τους άλλους τους ανθρώπους,
τον άνθρωπο από τον ίδιο του τον εαυτό,
σωριάζονται σε κάποια απέραντη στιγμή
τότε που σαν σε αναλαμπή για λίγο,
νιώθουμε την παλιά ενότητά μας τη χαμένη,
την απόγνωση και τη δόξα να είμαστ΄ άνθρωποι
το θάνατο τον ήλιο το ψωμί να μοιραστούμε
την ξεχασμένη έκπληξη, είμαστε εδώ και ζώντες
γιατί για ν΄ αγαπάς πρέπει να πολεμάς, δυο άμα φιληθούν,
αλλάζει ο κόσμος, σάρκα παίρνουν οι πόθοι,
παίρνουνε σάρκα οι στοχασμοί, φτερά φυτρώνουν
στην πλάτη του σκλάβου, το κρασί είναι κρασί,
το ψωμί νοστιμίζει, το νερό είναι νερό,
γιατί για ν΄ αγαπάς πρέπει να πολεμήσεις, ν΄ ανοίξεις πόρτες,
να πάψεις να ΄σαι μια σκιά ένας ακόμα αριθμός,
που ένας απρόσωπος αφέντης
σ΄ αιώνια δεσμά έχει καταδικάσει
αλλάζει ο κόσμος
δυο αν
κοιταχτούν κι αναγνωρίσει ένας τον άλλο
ξεγύμνωμα απ΄ τα ονόματα ειν΄ η αγάπη
ξεγύμνωμα απ΄ τα ονόματα ειν΄ η αγάπη
- δεν
τρέχει τίποτα, μονάχα μια αναλαμπή,
ένα βλεφάρισμα αντίκρυ σου ο ήλιος,
σάλεμα ελάχιστο, ένα τίποτα,
δεν έχει λυτρωμό, ο χρόνος δε γυρίζει πίσω,
σταθεροί ειν΄ οι νεκροί στο θάνατό τους,
ανέγγιχτοι απ΄ το θάνατο κι από τη μοναξιά τους
ανήμποροι και μας κοιτούν χωρίς να μας κοιτάζουν
ο θάνατός τους είναι της ζωής τους τ΄ άγαλμα,
παντοτινή τους στάση, τίποτα για πάντα,
κάθε λεπτό είναι τίποτα για πάντα,
κάθε στιγμή είναι τίποτα για πάντα,
κάποια σκιά φασματική ορίζει τους σφυγμούς σου
και ο μορφασμός σου ο στερνός, άκαμπτη προσωπίδα
σμιλεύει απάνω σου στην όψη που αλλάζει :
είμαστε το μνημείο κάποιας ζωής
ξένης κι αβίωτης, ούτε καν δικιάς μας
ένα βλεφάρισμα αντίκρυ σου ο ήλιος,
σάλεμα ελάχιστο, ένα τίποτα,
δεν έχει λυτρωμό, ο χρόνος δε γυρίζει πίσω,
σταθεροί ειν΄ οι νεκροί στο θάνατό τους,
ανέγγιχτοι απ΄ το θάνατο κι από τη μοναξιά τους
ανήμποροι και μας κοιτούν χωρίς να μας κοιτάζουν
ο θάνατός τους είναι της ζωής τους τ΄ άγαλμα,
παντοτινή τους στάση, τίποτα για πάντα,
κάθε λεπτό είναι τίποτα για πάντα,
κάθε στιγμή είναι τίποτα για πάντα,
κάποια σκιά φασματική ορίζει τους σφυγμούς σου
και ο μορφασμός σου ο στερνός, άκαμπτη προσωπίδα
σμιλεύει απάνω σου στην όψη που αλλάζει :
είμαστε το μνημείο κάποιας ζωής
ξένης κι αβίωτης, ούτε καν δικιάς μας
η ζωή; πότε στ΄ αλήθεια ήτανε δικιά μας;
πότε είμαστε στ΄ αλήθεια εκείνο που ΄μαστε;
αν το καλοσκεφτείς, ποτέ, μονάχοι
δεν είμαστε παρά ίλιγγος και κενό,
γκριμάτσες στον καθρέφτη, φρίκη κι εμετός,
δεν είν΄ η ζωή δικιά μας, μα των άλλων,
δεν είναι κανενός, ζωή είμαστ΄ όλοι,
είν΄ ηλιόψωμο για όλους τους ανθρώπους
όλους τους άλλους που είν΄ ωστόσο εμείς,
είμ΄ άλλος όταν είμαι, οι πράξεις μου όλες
γίνονται πιο δικές μου αν είναι κι όλων,
για να ΄μαι αληθινά πρέπει άλλος να ΄μαι,
να βγω από μένα, να με ψάξω μέσα στους άλλους,
τους άλλους που δεν είναι αν δεν υπάρχω,
δεν είμαι εγώ – μα εμείς είμαστε πάντα,
η ζωή είν΄ άλλη, πάντα εκεί, πιο πέρα.
έξω από σε, από εμέ, πάντα στον ορίζοντα,
ζωή που μας ξεζεί, μας κάνει ξένους,
που αφού μας φτιάξει μια όψη, μας ξοδιάζει,
πείνα του να ΄σαι, ω θάνατε, άρτε των όλων,
Λουΐζα, Μαρία, Περσεφόνη
δείξε την όψη σου επιτέλους για να ιδώ
το γνήσιο πρόσωπό μου, εκείνο του άλλου,
το πρόσωπο μου όλων εμάς για πάντα,
πρόσωπο φούρναρη και δέντρου,
σωφέρ και σύννεφου και ναυτικού
χείμαρρου κι ήλιου και Πέτρου και Παύλου,
πρόσωπο ομαδικού ερημίτη,
ξύπνα με, πια γεννιέμαι.
Piedra del Sol (Πέτρα του Ήλιου), Μεξικό 1957
απόσπασμα από το ποίημα του Octavio Paz (1914-1998)
ελεύθερη απόδοση