όσο περνάν τα χρόνια, τόσο οι
παλιοί γνωστοί μας απομακρύνονται ο ένας απ’ τον άλλον. Οι άνθρωποι γίνονται
περισσότερο κοινωνικοί και λιγότερο ανθρώπινοι. Χάνουν τις ιδιομορφίες τους, τα
ιδιαίτερα προτερήματα και τα ελαττώματά τους -σχεδόν ισοπεδώνονται. Οι φιλίες
μαραίνονται.
και το περίεργο είναι πως
εξωτερικά, στη συμπεριφορά τους, οι άνθρωποι μοιάζουν περισσότερο (ακόμη και
στα κοστούμια τους και στη χτενισιά τους), σαν να καταργηθήκανε οι διαφορές
τους, κι όμως τώρα ακριβώς νιώθεις πως οι διαφορές τους αυξήθηκαν, κι όλοι τους
χωρισμένοι με διαδοχικά κάθετα στρώματα τυπικότητας κι ευγενικής ψυχρότητας.
κι οι άνθρωποι στριμωχτήκανε
φαμίλιες και φαμίλιες μέσα σε τούτα τα κουτιά, κοντά κοντά, πλάι πλάι, κι ούτε
γνωρίζονται κι ούτε βλέπονται ούτε χαιρετιούνται, κι αντίς για δέντρα έχουν
κεραίες τηλεοράσεων, και μονάχα οι ολόσωμοι καθρέφτες των ασανσέρ κάτι κρατούν
από μνήμες ερωτικών δωματίων…
κι όχι να πεις πως σήμερα δεν
κουβεντιάζουν οι άνθρωποι -λόγια, άλλο τίποτα, άφθονα λόγια-, μα δε συνομιλούν,
δε λένε τίποτα δικό τους, προσωπικό, ιδιωτικό, ιδιαίτερο (και γι’ αυτό
καθολικό), μόνο λόγια, ξένα, μηχανικά, δημοσιογραφικά, γενικού ενδιαφέροντος,
μεγάλοι τίτλοι εφημερίδων, γιατί, πράγματι, ξεφυλλίζουν πολλές εφημερίδες
διαβάζοντας μόνον τα κεφαλαία γράμματα και τα εγκλήματα και τις αυτοκτονίες,
ακούν επίσης τις ειδήσεις των 9 ή και των 12 απ’ την τηλεόραση (έγχρωμη τώρα)
-άνθρωποι επαρκώς ενημερωμένοι, πολύ παρόντες (εδώ και σήμερα), κι εντελώς
απόντες απ’ τον εαυτό τους, απ’ το παρελθόν τους, το μέλλον τους και, φυσικά,
απ’ το παρόν τους, μακριά απ’ τους άλλους…
αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιάννη Ρίτσου
‘’Ίσως Να ’Ναι κι Έτσι’’ εκδόσεις Κέδρος 1985