Τα
92 συρτάρια
Γαλουχήθηκε με τη ιδέα του Καλού. Κάθε πρωί συγκεκριμένα,
του έριχνε η μητέρα στο μπιμπερόν στριχνίνη
για το καλό του. «Έτσι κάνουν όλες οι μητέρες,
χρυσό μου» του εξηγούσε ο πατέρας χαϊδεύοντάς
τον με τα βελούδινα νύχια του.
Ποτέ του δεν αμφέβαλε για την αγάπη τους. Ούτε όταν από το ξύλινο
παρκάκι τον πέταξαν
κατευθείαν στα κλουβιά
των τίγρεων. Απόδειξη,
όταν δραπέτευσε, την ίδια κιόλας
μέρα, ο πατέρας,
που ήταν καλλιτέχνης,
ιδεολόγος, άνθρωπος μ΄ άλλα λόγια ξεχωριστός, οργάνωσε
ένα χάπενινγκ, για να εκφράσει
τη χαρά τους για το γυρισμό. Τον μεταμόρφωσε σε στόχο με κύκλους χρωματιστούς
κι αριθμημένους – μια πανδαισία
χρωμάτων. Χρησιμοποίησε δε ειδικές μπογιές
που φωσφορίζουν, ώστε να μην κινδυνεύσει σε περίπτωση που θα έχανε τον προσανατολισμό του μες στη νύχτα. Ο πατέρας φρόντισε
για όλα ∙ ακόμα και για να αποκλειστούνε οι εχθροί απ΄ το παιχνίδι.
Δικαίωμα συμμετοχής δόθηκε
μονάχα σ΄ όσους τον αγαπούσαν.
Ήρθαν λοιπόν οι φίλοι μ΄ ακόντια και τόξα και πολυβόλα. Ένα περίεργο πράμα:
κανείς τους δεν αστόχησε.
Ακούγοντας τον επικήδειο
που εκφωνούσε ο μεγάλος του αδερφός για την τεράστια
απήχηση των προοδευτικών
ιδεών, για την προώθηση της τέχνης μέσω του πατρικού
χάπενινγκ, ένιωσε με βαθιά ικανοποίηση
πόσο πολύτιμο θήραμα
υπήρξε. Πόσο πολύτιμα
είναι εν γένει τα θηράματα.
Και αποφάσισε ν΄ αναστηθεί, μόνο και μόνο για να φανεί ακόμη μια φορά χρήσιμος στην τέχνη και την ιδεολογία.
***
Συνέχισε την περιπλάνησή του, αν κι είχε αρχίσει
να φοβάται πως οι σύντροφοι
χαθήκαν από προσώπου
γης, όταν τελείως
απροσδόκητα τους συνάντησε
στην αρχαία αγορά.
Είχανε βγάλει βόλτα τις ύαινές
τους στη λιακάδα.
Ντυμένοι στην πορφύρα
και το χρυσάφι
συνομιλούσαν ευδιάθετοι. Δυσκολεύτηκε
κάπως να τους αναγνωρίσει, μα υπέθεσε πως σίγουρα αποτελούσαν
μέρος μιας παράστασης
όπως ακριβώς και τότε που είχε γίνει η σφαγή κι είχε χαθεί ο χάρτης με τα οράματα.
Εκείνοι τον θυμήθηκαν
αμέσως κι εγκάρδια
του κάναν τόπο να καθήσει
ανάμεσά τους.
***
Μίλησε ο καινούργιος άρχοντας
κι εξατμιστήκαν οι τοιχογραφίες, γίνανε
σκόνη οι λήκυθοι
κι οι αμφορείς,
αδειάσαν τα ποιήματα
απ΄ τους στίχους,
κενά τα βάθρα απ΄τα αγάλματα,
τα αετώματα κι οι επιτύμβιες
στήλες απ΄ τα ανάγλυφα,
σχισμένες οι σελίδες
στα βιβλία και τα βιολιά
με τις χορδές
σπασμένες, τα τύμπανα
δίχως μεμβράνες κι οι χορευτές
ν΄ απομακρύνονται στα αναπηρικά
τους καροτσάκια.
Κοιτούσανε οι άνθρωπο βουβοί,
με τα βιολιά
στα κρεμασμένα χέρια τους, όταν ο υπασπιστής
έδωσε διαταγή να τα ποδοπατήσουν.
«Κάθε περιττό βαραίνει
τη γη» εξήγησε
ο επιτετραμμένος, «Υπάρχει
κίνδυνος καταποντισμού της». Μια κοπελίτσα
όμως, θα ΄ταν δε θα ΄ταν δώδεκα
χρονώ, κρατούσε το βιολί σφιχτά
στην αγκαλιά της κι έκλαιγε
γοερά.
Στρατιώτες την έσυραν στο κεντρικό βάθρο.
Σε κάθε άρνηση
καρφώνανε κι ένα της δάχτυλο
στο μάρμαρο. Όταν μπήγανε το δέκατο καρφί,
το κορίτσι άρχισε
να παίζει στο άχορδο βιολί τη σουίτα
απ΄ το σημείο ακριβώς
που είχε διακοπεί.
Αυτόματα οι χιλιάδες
θεατές πήραν στο στόμα τους τη σταματημένη
μουσική.
Μ΄ ένα νεύμα του άρχοντα αστραφτερά
δρεπάνια άρχισαν να θερίζουν τα υψωμένα κεφάλια.
Όταν κατευθύνθηκαν στο μαρμάρινο βάθρο,
για να ολοκληρώσουν
το έργο τους, το κορίτσι
με το άχορδο
βιολί είχε ήδη πετάξει. Δυο άγγελοι μ΄ ασήκωτα σπαθιά
απογειώθηκαν, μα ήτανε αργά: είχε περάσει πια τη διορία
τους κι είχε κιόλας φτάσει
στο μεσοπλανητικό κενό. Μόνο τα δάκρυά της διαπερνούσαν τα στρώματα της ατμόσφαιρας, το ένα μετά το άλλο, κι ένιβαν
τους αποκεφαλισμένους, ενώ την ίδια ώρα μικρά λυχνάρια ανάβανε
στα υπόγεια των σπιτιών.
Έφταναν κάθε
μέρα σήματα απ’ το άπειρο,
που μηνούσαν πως το κορίτσι
πετούσε από πλανήτη
σε πλανήτη, από
γαλαξία σε γαλαξία,
από σύμπαν σε
σύμπαν, και πως
οι πόρτες ήτανε
κλειστές • κανείς
δεν άνοιγε το
παραθύρι, κι ούτε
ένα πιάτο σούπα
το βράδυ του
χειμώνα, ούτε μια
μητέρα να πλέκει
το ριγέ πουλόβερ.
Έφταναν τα σήματα
απ’ το άπειρο,
όμως για καλή
τους τύχη δεν
κατείχαν τον κώδικα
να τ’ αποκρυπτογραφήσουν κι
έτσι συνέχιζαν ν’
ανάβουνε τα πήλινα
λυχνάρια κάθε σούρουπο.
Όσο για το
κορίτσι, αν κι
είχε εξαντλήσει όλες
τις τροχιές, συνέχιζε
να περιστρέφεται χωρίς
να ξέρει πια
τι ήταν το
ξύλινο κουτί που
κρατούσε σφιχτά στην
αγκαλιά του, μα και χωρίς
να το εγκαταλείπει
– όπως τ’
αστέρια συγκρατούν το ένα τ’
άλλο, από τύχη
κι αναγκαιότητα.
***
Ένας άγγελος,
με σύρριζα κομμένες
τις φτερούγες, πάσχιζε να
πετάξει. Από την
ανοιχτή πληγή φύτρωνε
ακάθεκτο το δέντρο
της ζωής, φορτωμένο
με χαϊμαλιά θανάτου,
με των καιρών
τη θλίψη, με
του κόσμου τη
φρίκη για φυλαχτό.
αποσπάσματα από το
βιβλίο « Τα 92 συρτάρια » Λία
Μεγάλου - Σεφεριάδη,
εκδόσεις Εξάντας 1983
εικόνες: Alexey Titarenko, Andre Demontigny, Σωτήρης Σόρογκας