ΑΝΘΡΩΠΟΝ
ΑΙΤΩ
Κοίτα εκεί. Τι ακαταλόγιστη αντινομία!
Τι μασκαράδικη αθάνατη ψευτιά!
Να ψάχνεις μες σ’ έναν ωκεανό από νερό
και να μη βρίσκεις ούτε μια σταγόνα!
Μα όλα αυτά είναι μαθήματα αργοπορημένα.
Τ’ αφήσαμε σκαλισμένα στις πέτρες.
Και οι πέτρες πάλιωσαν και θρυμματίστηκαν.
Και τα μαθήματα χάθηκαν.
Τ’ αφήσαμε σκαλισμένα στις πέτρες.
Και οι πέτρες πάλιωσαν και θρυμματίστηκαν.
Και τα μαθήματα χάθηκαν.
Μα να που βρυκολάκιασαν μερικά
κι έλαβα προχθές ένα
από έναν πλανταγμένο καλλιτέχνη.
Έναν αργοπορημένο Φειδία
που αντίς για μάρμαρο
δούλευε σε ξύλο.
κι έλαβα προχθές ένα
από έναν πλανταγμένο καλλιτέχνη.
Έναν αργοπορημένο Φειδία
που αντίς για μάρμαρο
δούλευε σε ξύλο.
Έφτιαχνε ξύλινα σκυλιά.
Τα σκάλιζε, τα μαστόρευε.
Τα λουστράριζε.
Τ’ αράδιαζε στο ράφι
γλυκά και προσεχτικά.
Κι ύστερα έπεφτε σ’ απελπισία!
– Αλίμονο, τι θ’ απογίνουμε σινιόρε;
Τα σκάλιζε, τα μαστόρευε.
Τα λουστράριζε.
Τ’ αράδιαζε στο ράφι
γλυκά και προσεχτικά.
Κι ύστερα έπεφτε σ’ απελπισία!
– Αλίμονο, τι θ’ απογίνουμε σινιόρε;
Κανείς πια σήμερα, κανείς
δεν αγοράζει ψεύτικα σκυλιά.
– Ξέρεις γιατί, Τζιάκομο;
Είναι πολύ απλό: γιατί δεν δαγκώνουν.
Φτιάξε καλύτερα ανθρώπους.
– Ξύλινους;
– Ξύλινους, χάρτινους, αχυρένιους.
Έχουν πέραση.
– Κακή μου μοίρα. Και τι θα πούνε οι αληθινοί;
– Μα… υπάρχουν;
δεν αγοράζει ψεύτικα σκυλιά.
– Ξέρεις γιατί, Τζιάκομο;
Είναι πολύ απλό: γιατί δεν δαγκώνουν.
Φτιάξε καλύτερα ανθρώπους.
– Ξύλινους;
– Ξύλινους, χάρτινους, αχυρένιους.
Έχουν πέραση.
– Κακή μου μοίρα. Και τι θα πούνε οι αληθινοί;
– Μα… υπάρχουν;
Γερο-Τζιάκομο, θέλω να σου πω μιαν ιστορία.
Μιαν ιστορία για έναν Γκραίκο,
έναν Διογένη. Τον έχεις ακουστά;
– Δεν είναι από δω… Τι δουλειά κάνει;
– Τρεις χιλιάδες χρόνια ψάχνει γι’ άνθρωπο
κι ακόμη δε τον βρήκε!
Όσο για τα ψεύτικα σκυλιά σου,
κράτα τα! Μια μέρα θα σου χρειαστούν.
– Τι; Θα μάθουν να δαγκώνουν;
Θα γίνουν αληθινά;
– Όχι. Θα γίνουν πιο ψεύτικοι οι αγοραστές
και θ’ αγοράζουν τα ψεύτικα σκυλιά σου!
ΚΑΙ
ΤΕΛΟΣ
Δε θυμάται
πώς ακριβώς έγινε αυτό.
Τον γκρέμισαν; Έπεσε μοναχός του;
Ή μήπως τον κατέβασαν προσεχτικά
όπως στις εκκλησιές τους πολυελαίους.
Αυτός δε θυμάται, δεν μπορεί να θυμηθεί.
Ήταν κουρασμένος, τόσο…
Μόλις πρόφτασε να ψελλίσει:
«Θεέ μου τι λίγη που ήταν η ζωή…»
Ήταν κουρασμένος, τόσο…
Μόλις πρόφτασε να ψελλίσει:
«Θεέ μου τι λίγη που ήταν η ζωή…»
Κι ύστερα.
Ύστερα… τίποτα. Κάθισε στη χλόη
κι έφαγε το τελευταίο του ξεροκόμματο.
(Αυτό που ‘φερε απ’ τον απάνω κόσμο).
Αμέσως ήρθαν τα μερμήγκια.
Ύστερα… τίποτα. Κάθισε στη χλόη
κι έφαγε το τελευταίο του ξεροκόμματο.
(Αυτό που ‘φερε απ’ τον απάνω κόσμο).
Αμέσως ήρθαν τα μερμήγκια.
Ύστερα.
Ύστερα πάλι τίποτα.
Ακολούθησε το «πένθιμο εμβατήριο».
Ξοπίσω του σύρθηκε ένα ποτάμι
από διατεταγμένα δάκρυα
και μετά, τίποτα.
Ύστερα πάλι τίποτα.
Ακολούθησε το «πένθιμο εμβατήριο».
Ξοπίσω του σύρθηκε ένα ποτάμι
από διατεταγμένα δάκρυα
και μετά, τίποτα.
Μόνο… Κάτι βουρκωμένα σύννεφα
ντράπηκαν να χύσουν το νερό τους
δίπλα στα ψεύτικα δάκρυα
και πήγαν να κλάψουν αλλού.
ντράπηκαν να χύσουν το νερό τους
δίπλα στα ψεύτικα δάκρυα
και πήγαν να κλάψουν αλλού.
Αργά. Πάνω απ’ το κοιμητήρι
έπεσε συλλογισμένο το βράδυ
και του ‘ραψε τα μάτια.
Τα μερμήγκια τούτη τη φορά δεν ήρθαν.
Ήρθαν τα σκουλήκια.
έπεσε συλλογισμένο το βράδυ
και του ‘ραψε τα μάτια.
Τα μερμήγκια τούτη τη φορά δεν ήρθαν.
Ήρθαν τα σκουλήκια.
Μενέλαος Λουντέμης : « Άνθρωπον
αιτώ» «Και τέλος»
οι ένθετες εικόνες
είναι του Igor Samsonov