Τα καινούργια παπούτσια
η φωτογραφία της γιαγιάς http://www.acrobase.org/xenios/photo-karpathos.html
Ξύπνησε νωρίς όπως πάντα, έβαλε το μπρίκι στη φωτιά
και την ίδια στιγμή άνοιξε το παράθυρο να δει τον καιρό, πάντα το ‘κανε αυτό τα
πρωινά προτού φύγει για τη δουλειά, ήθελε να ξέρει, κι ας μην είχε καμιά
διαφορά ο καιρός στην άχαρη μουντή δουλειά της, δέκα ώρες σκυμμένη σε μια
μηχανή, γάζωνε υφάσματα, τώρα τελευταία είχε πέσει η ζήτηση και τ’ αφεντικό
ήταν όλο μούτρα, μουρμούραγε συνέχεια πως δεν τα ‘βγαζε πέρα, αλλά όχι σήμερα,
σήμερα δε θα σκεφτόταν τη δουλειά, σήμερα θα πήγαινε για ψώνια, από μέρες το παιδί
τής γκρίνιαζε πως τα παπούτσια του είχαν τρυπήσει, ε, τι περιμένεις; μονοφόρι
πρωί βράδυ, αυτά έβαζε στο σχολείο βρέξει- χιονίσει, μ’ αυτά κλωτσούσε μπάλα
στο τελευταίο άχτιστο οικόπεδο της γειτονιάς, είχε μαζέψει λίγα-λίγα τα χρήματα
για τα παπούτσια, τ’ απόγευμα που σχόλαγε θα πέρναγε οπωσδήποτε απ’ το
μαγαζί.
Καθώς γύριζε
σπίτι, εκεί στη διασταύρωση είδε κόσμο μαζεμένο, αλαφιάστηκε, έτρεξε
ξέπνοη, αναγνώρισε το πρωινό φουτεράκι, το πόδι έλειπε, σωριάστηκε στο δρόμο,
οι τσάντες τής έφυγαν απ’ τα χέρια, το περιεχόμενό τους σκόρπισε γύρω. Τα
καινούργια παπούτσια την περιγελούσαν...
Ερημία
Tην
πάντρεψαν στα εικοσιπέντε με έναν ξενομερίτη, αρκετά χρόνια μεγαλύτερό της,
είχε βλέπεις ένα μικρό κουσούρι, φορούσε γυαλιά, κι οι νέοι του τόπου της δεν
της έστελναν προξενιά, εκείνος ήταν μάστορας, συχνά έλειπε από το σπίτι, όταν
γύριζε έσπερνε κι από ένα παιδί, 8 παιδιά τα ανάστησε όπως μπόρεσε, έτρωγε και
ξύλο κάπου κάπου, στον καιρό της αυτό δεν ήταν πρωτόγνωρο, όταν εκείνος πέθανε,
ανάπνευσε λίγο, οχτώ παιδιά και κανένα δεν τη συντρόφευε στα γεράματά της, ο
ένας ξενιτεύτηκε στη Γερμανία στα πέτρινα χρόνια της φτώχειας και της ερήμωσης
της επαρχίας, δεν ξαναγύρισε ποτέ, ο άλλος εσωτερικός μετανάστης στη μεγάλη
πόλη, έχασε το χέρι του σ’ ένα εργατικό ατύχημα και ψωμοζούσε με την
αποζημίωση, περήφανος να επιστρέψει στο πατρικό, η μία κόρη πέθανε στη γέννα, η
άλλη πέτρα είχε ρίξει πίσω κι ούτε στην κηδεία του πατέρα της δεν πάτησε κι οι
υπόλοιποι σκόρπιοι εδώ και κει να βολοδέρνουν, εκείνη μαραίνονταν μονάχη της,
τα βράδια αγριεύονταν λίγο, μιλούσε του σχωρεμένου, τριάντα χρόνια φευγάτος κι
αυτός, προσκύναγε τις φωτογραφίες σαν νάταν εικονίσματα, νεκροί και ζωντανοί
παραταγμένοι όλοι πάνω στο μπαουλάκι της προίκας της…