Μια Πολιτεία Κωφαλάλων
Δεν υπήρχε άνθρωπος να
μαγνητίσει τα πλήθη. Κανένα ερέθισμα αποτελεσματικό. Ήταν και η παροδική
καλοκαιρία που παραπλανούσε. Ούτε ένα συννεφάκι στον καταγάλανο ουρανό.
Μοσχοβολούσαν οι τρανταφυλλιές στους κήπους κι ο ήλιος έκανε να λάμπουν ακόμα
κι οι τενεκέδες των σκουπιδιών και τα πάρκα, τα σπίτια, οι ακροθαλασσιές, λες
ήταν ευχετήρια καρτ-ποστάλ.
Πρέπει να ομολογήσουμε γενικά
πως ο κόσμος το είχε ρίξει στον ύπνο, ύπνο του καλού καιρού, λήθαργο. Εκείνο
μάλιστα το μοιραίο βράδυ κανείς δεν πήρε είδηση τι ακριβώς είχε συμβεί. Νόμιζαν, στην αρχή,
πως άκουγαν ροχαλητά και μόνο σαν άρχισε να σειέται η γης και να τρίζουν
συθέμελα τα σπίτια, να γκρεμίζονται τοίχοι, ν΄ακούγονται υπόγειοι υπόκωφοι κρότοι και να τσιρίζουν
περιπολικά κι ασθενοφόρα, τότε ξύπνησαν. Μα ήταν για πολλούς αργά γιατί
βρέθηκαν πολτοποιημένοι κάτω από τα ερείπια. Παρουσιάστηκαν γνωστές και
άγνωστες επιδημίες και εξάρσεις στα χρόνια νοσήματα. Αύξησαν οι καρδιοπάθειες,
οι σχιζοφρένιες, οι εγκεφαλικές μαλακύνσεις, οι αρτηριοσκληρώσεις, οι αμνησίες.
Όμως το πιο φοβερό, ανεξήγητο κι εξοργιστικό, ήταν που πολλοί άνθρωποι χάσανε
τη λαλιά τους. Μουγγαθήκαν όπως λέμε. Και να ΄ταν μονάχα αυτό; Γίναν και
θεόκουφοι. Μια πολιτεία κωφαλάλων. Το βάζει ο νους σας; Ήταν κι άλλοι που
έχασαν το φως τους και μέρα νύχτα άκουγες ραβδιά ν΄ανιχνεύουν απελπισμένα τις
στράτες. Το κακό δεν σταμάτησε εκεί. Εμφανίστηκαν παραλύσεις, αρχής γενομένης
από τα χέρια. Γέμιζε σιγά σιγά ο τόπος από κωφαλάλους, κουλούς και στραβούς. Σταμάτησαν
τα έργα, ακόμα και τα ρολόγια. Με τι χέρια να τα κουρντίσουν;
Το κακό σ΄έβρισκε έτσι ξαφνικά,
στον ύπνο, στον ξύπνιο, καθώς βάδιζες ή διάβαζες, ή έκανες έρωτα με την γυναίκα
των ονείρων σου. Οι τυχεροί που είχαν προσωρινά γλιτώσει δεν ήταν καθόλου σίγουροι
πως τελικά θα σκαπουλάρουν. Αυτή η αβεβαιότητα κι η εναγώνια αναμονή ήταν
φριχτή. Ύστερα τι να την κάνεις τη δική σου μιλιά άμα ζεις με κωφαλάλους;
Υπήρχε και σοβαρή έλλειψη στέγης γιατί τα σπίτια που είχαν μείνει ορθά είχαν κι
αυτά ρωγμές κι ήταν επικίνδυνα. Η ανεύρεση μιας σίγουρης στέγης έγινε σκοπός
των ξεσπιτωμένων που γύριζαν από πόρτα σε πόρτα σαν πλανόδιοι δοσάδες
εκλιπαρώντας μια σίγουρη γωνιά. Στο τέλος χτίστηκαν κι οι πόρτες και τα
παράθυρα κι άδικα λαχάνιαζες να βρεις μια είσοδο ή μια έξοδο.
Η γενική άποψη ήταν πως θα
πρόκειται για παροδικό φαινόμενο. Όπως ήρθε ξαφνικά, θα ΄φευγε και ξαφνικά κι
έπρεπε, προς το παρόν, να οπλιστούν με υπομονή και να διαφυλάξουν την
αρτιμέλειά τους, αποφεύγοντας επικίνδυνες επαφές με αρρώστους. Λίγοι, πολύ
λίγοι απ΄αυτούς που δεν πειράχτηκαν απ΄ την κωφαλαλία θυμόνταν παλιές
συνήθειες, όπως το χρέος προς τον πάσχοντα πλησίον και άλλα σχετικά. Ο τρόμος
κυριάρχησε κι έκανε τους περισσότερους ν΄αποφεύγουν τις επαφές. Φοβόνταν μήπως
κατηγορηθούν ως μελλοντικοί υποκινητές ταραχών. Είχε υπερισχύσει μάλιστα μια
«λογικοτάτη» άποψις: «Εφόσον οι άνθρωπο ρέπουν προς το κακό, καλόν θα ήτο να
συλλαμβάνονται οι ύποπτοι πριν διαπράξουν εγκλήματα και να εγκλείονται
προληπτικώς εις φυλακάς ή τάφους». Αυτά όλα δημιούργησαν ομολογουμένως αρκετή
σύγχυση με αποτέλεσμα να υπάρξει ένα μοιραίο ανακάτωμα «ενόχων» και «αθώων».
Ύποπτο φαινόταν και υπονομευτικό καθετί το ηρωικό. Και επικράτησε ο παλαιός
ψαλμός: Όλα επί ματαίω…
Ωστόσο δεν εξέλιπαν ολότελα και
οι ερευνηταί που επιμένανε να εκφράζονται με λαϊκές παροιμίες: «Όπως στρώσεις
θα πλαγιάσεις» ή «Όποιος σε γέλασε μια φορά ανάθεμα το κεφάλι του, όποιος σε
γέλασε δυο και τρεις ανάθεμα το δικό σου». Εμάς πόσες φορές μας γέλασαν και
ποιοι; «Δεν είναι ώρα για ξεκαθάρισμα λογαριασμών!» απαντούσαν άλλοι με οργή,
λες και βρέθηκε ποτέ αυτή η κατάλληλη ώρα. Κανείς δεν αναλογίστηκε πως τη
βρωμιά άμα την αφήνεις συνέχει πάνω στο ρούχο το γαριάζει και τελικά δεν
καθαρίζει ούτε με απορρυπαντικά, ούτε με ένζυμα.
Στη γενική Βαβυλωνία, πολύ
συνέβαλε και η γλώσσα που έχασε τη γνησιότητα και την εντιμότητά της και δεν
αντιπροσώπευε πια τίποτα. Φθαρμένες λέξεις, ορολογίες, επωνυμίες. Το γλωσσικό
χάος, έδωσε προσχήματα σε κείνους που υποστήριζαν θεωρητικά ότι η κωφαλαλίαση
ήταν μια ευλογία Θεού, άρα τα άτομα εκείνα που δεν είχαν προσβληθεί θα έπρεπε
προληπτικά να οδηγηθούν στη χειρουργική τράπεζα, για ν΄απαλλαγούν από το
επικίνδυνο αυτό όργανο.
Όλα εξηγούν για ποιο λόγο στο
δρόμο κανένας φίλος γνωστός ή συγγενής δε σ΄αναγνωρίζει. Κι αν έχεις την αφέλεια
να ρωτήσεις «Μα στ΄αλήθεια δε με γνωρίζεις; Δε θυμάσαι τότε που…» γίνεται
πελιδνός και σε κόβει απότομα μήπως και γελαστείς και κάνεις καμιά επικίνδυνη
αναδρομή στο παρελθόν. Κοιτάει ολοτρίγυρα αλαφιασμένος και κάνοντάς σου μια
χειρονομία σιωπής σου αποκρίνεται ψιθυριστά με μάτια που σ΄εκλιπαρούνε. «Δε σας
ξέρω κύριε. Κάνετε λάθος!» Αποστρέφει το πρόσωπό του και χάνεται εν τάχει.
Γενικώς τα συναπαντήματα κατάντησαν παγίδες. Λες κάλιο να΄μαι μπάσταρδος,
άγνωστος μεταξύ αγνώστων, να μην ξέρει ψυχή πούθε κρατάει η σκούφια μου, ούτε
ποιος είμαι, ούτε που κάθομαι, ούτε τι δουλειά κάνω και πριν απ΄όλα τους
ηρωισμούς μου στο παρελθόν - αν ό μη γένοιτο υπήρξε κάτι τέτοιο. Συμβαίνει όμως
και το άλλο. Σπάζει καμιά φορά ο διάβολος το ποδάρι του και βρίσκεται στο δρόμο
σου κάποιος πρόθυμος να σε χαιρετήσει, να σε ρωτήσει πως τα βολεύεις κι αν
έχεις ανάγκη από συμπαράσταση αυτός θα βοηθούσε γιατί άνθρωποι είμαστε και
τέτοιοι πρέπει να μείνουμε. Αυτόν λοιπόν, τον υποπτεύεσαι εσύ, τον τρέμεις. Για
στάσου λες, μήπως … Πάει τινάχτηκαν στον αέρα οι ανθρώπινες σχέσεις!
Απόσπασμα από το διήγημα Πολιτεία Κωφαλάλων της Διδώς
Σωτηρίου.
Γράφτηκε επί χούντας το 1970 στην ψυχιατρική κλινική όπου
προσωρινά είχε καταφύγει η συγγραφέας για να αποφύγει τη σύλληψη. Το διήγημα
δημοσιεύτηκε στο «Ελληνικό Διήγημα 1981 – Λογοτεχνικά Κείμενα και Θεωρία» των
εκδόσεων Αιγόκερως.
Οι εικόνες είναι του Michele Del Campo