Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης γεννήθηκε στο χωριό Τσάδα, της επαρχίας Πάφου, στις
27 Φεβρουαρίου 1938.Απαγχονίστηκε από τους Άγγλους ξημερώματα της 14ης Μαρτίου
1957, στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας.
Το βάπτισμα του πυρός πήρε στην επίθεση κατά του Αστυνομικού Σταθμού
Δρούσειας λίγο πριν τα Χριστούγεννα 1955, και η δράση του συνεχίστηκε στους
επόμενους 12 μήνες στα χωριά της Πάφου, στο Κτήμα, μετά στη Λευκωσία, και πίσω
στην Πάφο, στα χωριά Τάλα, Τσάδα, Λυσό, Κινούσα, Πωμό, Πολέμι, Παναγιά, και
Χόλη.
Την νύκτα της 18ης Δεκεμβρίου 1956 συνελήφθηκε από τους Άγγλους μαζί με
άλλους συντρόφους του μεταφέροντας οπλισμό κοντά στο χωριό Λυσός στην Πάφο.
Στις 25 Φεβρουαρίου 1957 κατηγορήθηκε για μεταφορά πυροβόλου όπλου.
Αψηφώντας τις επιπτώσεις παραδέχτηκε ενοχή, και καταδικάστηκε σε θάνατο.
Μετά την καταδίκη του ακολούθησαν πολλές διαμαρτυρίες τόσον από την Κύπρο
όσο και από το εξωτερικό. Έγινε αίτηση χάριτος προς την βασίλισσα των Άγγλων
κατακτητών, αλλά στην "τρυφερή" καρδιά της 30-χρονης μητέρας και
βασίλισσας δεν βρέθηκε εκείνο το ίχνος ανθρωπιάς που χρειαζόταν για να δώσει
χάριν. Και καλύτερα έτσι! Γιατί ο Ευαγόρας, η ψυχή της Κύπρου, ποτέ δεν θα
άντεχε τον οίκτο του κατακτητή, ... την ντροπή της χάριτος. Γιατί ο
"Βαγορής" διψούσε για τον θάνατο που φέρνει λευτεριά, ... γιατί ο
χείμαρρος που λέμε "Βαγορή" έπρεπε να ακολουθήσει την μοιραία του
πορεία προς την ελευθερία και την αθανασία.
Ο Βαγορής απαγχονίστηκε τα μεσάνυχτα της 13ης Μαρτίου 1957.
Ήταν 18 ετών.
Γεια σας παλιοί συμμαθηταί.
Τα τελευταία λόγια τα γράφω σήμερα για σάς.
Κι όποιος θελήσει για να βρει ένα «χαμένον αδερφό»,
έναν παλιό του φίλο,
Τα τελευταία λόγια τα γράφω σήμερα για σάς.
Κι όποιος θελήσει για να βρει ένα «χαμένον αδερφό»,
έναν παλιό του φίλο,
Ας πάρει μιαν ανηφοριά,
ας πάρει μονοπάτια
να βρει τα σκαλοπάτια
που παν στη Λευτεριά.
ας πάρει μονοπάτια
να βρει τα σκαλοπάτια
που παν στη Λευτεριά.
Με την Ελευθεριά μαζί
μπορεί να βρει και μένα.
Αν ζω θα μ’ εύρη εκεί.
μπορεί να βρει και μένα.
Αν ζω θα μ’ εύρη εκεί.
Ευαγόρας Παλληκαρίδης 5.12.1955
Θα πάρω μιαν ανηφοριά,
θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια
που παν στη Λευτεριά.
θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια
που παν στη Λευτεριά.
Θ’ αφήσω αδέρφια, συγγενείς
τη μάνα τον πατέρα
μες στα λαγκάδια πέρα
και τις βουνοπλαγιές.
τη μάνα τον πατέρα
μες στα λαγκάδια πέρα
και τις βουνοπλαγιές.
Ψάχνοντας για τη Λευτεριά
θάχω παρέα μόνη
κατάλευκο το χιόνι
βουνά και ρεματιές.
θάχω παρέα μόνη
κατάλευκο το χιόνι
βουνά και ρεματιές.
Τώρα κι αν είναι χειμωνιά,
θαρθεί το καλοκαίρι
τη Λευτεριά να φέρει
σε πόλεις και χωριά.
θαρθεί το καλοκαίρι
τη Λευτεριά να φέρει
σε πόλεις και χωριά.
Μα δεν μπορώ να καρτερώ.
Θα πάρω μιαν ανηφοριά,
θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια
που παν στη Λευτεριά.
θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια
που παν στη Λευτεριά.
Τα σκαλοπάτια θ’ ανεβώ
θα μπω σ’ ένα παλάτι
το ξέρω θαν’ απάτη
δε θάναι αληθινό.
θα μπω σ’ ένα παλάτι
το ξέρω θαν’ απάτη
δε θάναι αληθινό.
Μες στο παλάτι θα γυρνώ
ώσπου να βρω το θρόνο·
βασίλισσα μια μόνο
να κάθεται σ’ αυτόν.
ώσπου να βρω το θρόνο·
βασίλισσα μια μόνο
να κάθεται σ’ αυτόν.
Κόρη πανώρια, θα της πω,
άνοιξε τα φτερά σου
και πάρε με κοντά σου,
μονάχ’ αυτό ζητώ.
άνοιξε τα φτερά σου
και πάρε με κοντά σου,
μονάχ’ αυτό ζητώ.
Ο
Φώτης Βαρέλης, φιλόλογος και καθηγητής σε γυμνάσιο της Ρόδου, συγκλονίστηκε
όταν έμαθε για τον απαγχονισμό του Κύπριου μαθητή Ευαγόρα Παλληκαρίδη, στις 14
Μαρτίου του 1957 από τους Άγγλους. Ένα πρωινό της ίδιας χρονιάς, ο Βαρέλης μπήκε
στην τάξη του σχολείου, όπου δίδασκε, κι έγραψε στον πίνακα: «Ευαγόρας
Παλληκαρίδης». Ήταν το θέμα της έκθεσης για τους μαθητές του. «Σήμερα, παιδιά,
θα γράψω κι εγώ μαζί σας», είπε κι άρχισε να γράφει την έκθεσή του ο καθηγητής.
Στο τέλος, τους διάβασε την έκθεσή του. Είναι το ποίημα που ακολουθεί, το οποίο
ο ραδιοσταθμός της Λευκωσίας το μετέδωσε τότε ως δημοτικό κυπριακό τραγούδι.
Αυτό το ποίημα υπήρχε στο παλιό – προ του 2006 – βιβλίο Γλώσσας της Στ΄
Δημοτικού, στο γ΄ τεύχος.
Ευαγόρας Παλληκαρίδης
Εψές
πουρνό μεσάνυχτα στης φυλακής τη μάντρα
μες στης κρεμάλας τη θελιά σπαρτάραγε ο Βαγόρας.
Σπαρτάρησε, ξεψύχησε, δεν τ’ άκουσε κανένας.
Η μάνα του ήταν μακριά, ο κύρης τους δεμένος,
οι νιοι συμμαθητάδες του μαύρο όνειρο δεν είδαν,
η νια που τον ορμήνευε δεν άκ’σε νυχτοπούλι.
μες στης κρεμάλας τη θελιά σπαρτάραγε ο Βαγόρας.
Σπαρτάρησε, ξεψύχησε, δεν τ’ άκουσε κανένας.
Η μάνα του ήταν μακριά, ο κύρης τους δεμένος,
οι νιοι συμμαθητάδες του μαύρο όνειρο δεν είδαν,
η νια που τον ορμήνευε δεν άκ’σε νυχτοπούλι.
Εψές
πουρνό μεσάνυχτα θάψαν τον Ευαγόρα.
Σήμερα Σάββατο ταχιά όλ’ η ζωή σαν πρώτα.
Ετούτος πάει στο μαγαζί, εκείνος πάει στον κάμπο,
ψηλώνει ο χτίστης εκκλησιά, πανί απλώνει ο ναύτης,
και στο σκολειό ο μαθητής συλλογισμένος πάει.
Σήμερα Σάββατο ταχιά όλ’ η ζωή σαν πρώτα.
Ετούτος πάει στο μαγαζί, εκείνος πάει στον κάμπο,
ψηλώνει ο χτίστης εκκλησιά, πανί απλώνει ο ναύτης,
και στο σκολειό ο μαθητής συλλογισμένος πάει.
Χτυπά
κουδούνι, μπαίνουνε στην τάξη του ο καθένας.
Μπαίνει κι η Πρώτη η άταχτη κι η Τρίτη που διαβάζει,
μπαίνει κι η Πέμπτη αμίλητη, η τάξη του Ευαγόρα. –
–Παρόντες όλοι; –Κύριε, ο Ευαγόρας λείπει.
Μπαίνει κι η Πρώτη η άταχτη κι η Τρίτη που διαβάζει,
μπαίνει κι η Πέμπτη αμίλητη, η τάξη του Ευαγόρα. –
–Παρόντες όλοι; –Κύριε, ο Ευαγόρας λείπει.
–Παρόντες!!! λέει ο δάσκαλος, και με φωνή που τρέμει:
–Σήκω Ευαγόρα, να μας πεις ελληνική ιστορία.
Ο δίπλα, ο πίσω, ο μπροστά, βουβοί και δακρυσμένοι,
αναρωτιούνται στην αρχή, ώσπου η σιωπή τους κάμνει
να πέσουν μ’ αναφιλητά ετούτοι κι όλη η τάξη.
–Σήκω Ευαγόρα, να μας πεις ελληνική ιστορία.
Ο δίπλα, ο πίσω, ο μπροστά, βουβοί και δακρυσμένοι,
αναρωτιούνται στην αρχή, ώσπου η σιωπή τους κάμνει
να πέσουν μ’ αναφιλητά ετούτοι κι όλη η τάξη.
–Παλληκαρίδη,
άριστα, Βαγόρα, πάντα πρώτος!
Στους πρώτους πρώτος, άγγελε πατρίδας δοξασμένης,
συ μέχρι χθες της μάνας σου ελπίδα κι αποκούμπι,
και του σκολειού μας σήμερα Δευτέρα Παρουσία.
Στους πρώτους πρώτος, άγγελε πατρίδας δοξασμένης,
συ μέχρι χθες της μάνας σου ελπίδα κι αποκούμπι,
και του σκολειού μας σήμερα Δευτέρα Παρουσία.
Τα
‘πε κι απλώθηκε σιωπή πα στα κλαμένα νιάτα,
που μπρούμυτα γεμίζανε της τάξης τα θρανία,
έξω απ’ εκείνο τ’ αδειανό, παντοτινά γεμάτο.
που μπρούμυτα γεμίζανε της τάξης τα θρανία,
έξω απ’ εκείνο τ’ αδειανό, παντοτινά γεμάτο.
Εξήντα χρόνια μετά, η Κύπρος διαπλέει την ιστορία με
δυο μαχαίρια καρφωμένα στην πλάτη της: ένα αγγλικό και ένα άλλο τουρκικό. Η αγγλική Κατοχή στην Κύπρο δεν
τερματίστηκε. Αυτό δεν φαίνεται μόνο στις αγγλικές βάσεις, στα οικόπεδα, στις
επαύλεις, στον πλούτο και τη χλιδή. Φαίνεται και στον επηρεασμό και στην
αλλοίωση (στο βαθμό και στο βάθος που συντελούνται) μέσα από πολιτιστικά
πρότυπα, με την άκριτη υιοθέτηση και τον μιμητισμό του αγγλικού φρονήματος. Η
περιχαράκωση και η κλειστότητα δεν είναι λύσεις. Ο διάλογος με την οργανική
πρόσληψη και αφομοίωση στοιχείων από άλλους πολιτισμούς συνιστά την
οικουμενικότητα του ελληνικού πολιτισμού.
πηγή στοιχείων ανάρτησης εδώ
ακούστε :
Θα πάρω μια ανηφοριά
τους στίχους του Ευαγόρα
ερμηνεύει ο πρωτοψάλτης Θεόδωρος Βασιλικός
https://www.youtube.com/watch?v=jwNodQ6zTFU
τους στίχους του Ευαγόρα
ερμηνεύει ο πρωτοψάλτης Θεόδωρος Βασιλικός
https://www.youtube.com/watch?v=jwNodQ6zTFU